Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

ενδύοντας το αρχέτυπο
















Οριοθετείς την ζωή
η ζωή είναι ελεύθερη
Θέτεις κανόνες αναιρώντας την φύση
κι η φύση τους αναιρεί
Θέτεις κανόνες πέρα και πάνω στην φύση
και τότε τους επικροτεί

Η βάση – το αρχέτυπο δεν καταργείται
ενδύεται και καλλοπίζεται
γίνεται ανώτερο κι επικρατεί
Θέλει να το ερευνήσεις και το αποδεχτείς
μα δίχως να υποταγείς
Θέλει ειλικρίνεια και γενναιότητα για να εξελιχθείς
μα την ουσία δεν πρέπει ν’ απαρνηθείς

Αιτία – αιτιατό – αιτιώδες
ο λόγος δεν ανατρέπεται
ερμηνεύεται και προσάπτεται άσπιλος
ο λόγος δεν αποθεώνεται
αποτιμάται και παίρνει την θέση του
Στην ένωση βγαίνει το Εγώ
στην ένωση γεννάται το ανώτερο

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2009

Ένδειας πλούτος

















Παιχνίδι,
ένα παιχνίδι είναι αυτό
μέσα απ’ αυτό επικοινωνώ
δίνω το έναυσμα για κάτι μεγάλο,
για κάτι άλλο

Περιοδεύοντα σήμαντρα τη θόλο συγκροτούν
Τις αχανείς εκτάσεις τεμαχίζουν
Αρχαιρεσίας διλήμματα θα δοθούν
Νομάδες σε κέρινες εγκαταστάσεις σιτίζουν

Της απωλείας την μήνη θα χαρίσω
κι όλα όσα πίσω με κρατούν
την ήρα από το στάρι θα χωρίσω
τα τροχοπέδια που με μερίζουν θα χαθούν

κι όταν με πίστη ανοίξω τα φτερά μου
και στης καρδιάς τα σκιρτήματα συντονιστώ
αγγέλου άγγιγμα θα νοιώσω στην χαρά μου
και του φτωχού τον πλούτο θα ενδυθώ

Σύντομα όλα την θέση τους θα βρούνε
θερίζοντας της σποράς τον καρπό
σε κάθε δείλι το άπειρο θα δούνε
όσοι χωρούν στης χελιδόνας το αυγό

Παρασκευή 29 Μαΐου 2009

Ακούραστα






















Το φώς μετά
τώρα το αβέβαιο δνόφος
με σποραδικές αναλαμπές πορείας
Η αλήθεια μετά
τώρα ο αινιγματικός αλγόριθμος
κι η αμφίσημη απάντηση της Πυθίας
Τώρα η συναλλαγή
μετά η αποτίμηση
Κι ο χρόνος……..
δεν είναι αδυσώπητος
αλλά αρμόζει
κι είναι ικανός για να καλύψει το υπάρχον κενό
την συντέλεια
την υποτείνουσα
και το άνοιγμα του διαφράγματος
Κι αν αυτό που αρχίζει εδώ
εδώ τελειώνει
δεν έχει αξία
ούτε το τώρα
ούτε το μετά
Εντελέχεια
Γράφε
γράφεις?

Δευτέρα 18 Μαΐου 2009

Το στιγμιαίον


















Αινιγματική φυσιογνωμία
Σκαμπανεβάζει με το κύμα
Ξέρει ότι απομυζούν την ουσία
Σε κάθε συναναστροφή είναι το θύμα

Μοναχική σύμπτυξη θ’ αναπτυχθεί
Σαν χαρισματική ακολουθία
Στενάζει αν δεν εισακουστεί
Στενά σοκάκια κατοχυρώνουν την αξία

Δεν είναι οι λέξεις, δεν είναι αυτό που θα ειπωθεί
Δεν είν’ το γένος, γραμμένο παρελθόν
Είναι τ’ απομεινάρια που χωλαίνουν την σιωπή
Κι αυτό που αφήνει σαν κρότο το παρόν

Την νύχτα ο ναύκληρος τα βλέφαρά του κλείνει
Σ’ ένα ταξίδι θ’ αφεθεί της καλημέρας
Σειρές κι αλγόριθμους πίσω του αφήνει
Στιγμές, στιγμές, τα δρώμενα της μέρας

Η δυστυχία όλη ανδρώνεται μέσα σ’ ένα κουκούλι
Όταν βγεις απ’ αυτό παύει να υφίσταται

Κυριακή 17 Μαΐου 2009

Μέλλων Ζεύς. Εός Matrix
















Το εκτυφλωτικό λαμπύρισμα των αστεριών της μέρας
που τρεμοπαίζει πάνω στο κύμα
απλώνεται όχι σε μαύρο φόντο, μα σε γαλάζιο
Είναι ο ασημένιος γαλαξίας της θάλασσας

Τα φωτεινά μέρη των ψυχών
που αιωρούνται πάνω από την ύλη
μια ύλη που κατέχει το άλλο τους μισό
και το ‘χει βυθίσει στο σκοτάδι της
Κι ο αγώνας συνεχείς στην διελκυνστίδα
ποιο κομμάτι θα τραβήξει ποιο
μα ο άθλος είναι η ισορροπία
και το καθένα την μερίδα του πρέπει να κρατήσει
-κι όσο την κρατάει τόσο νιος μένει
-κι όσο την κρατάει τόσο κρατά κι η ζωή

Στης πικρολίμνης τα νερά ο απόπλους
κι όσο κατεβαίνει ο ήλιος
το λαμπύρισμα γίνεται αίμα
κι όσο κατεβαίνει ο ήλιος
το αίμα γίνεται σκοτάδι

Δειλινό εκ περιστροφής

Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Φάσμα
και χάνομαι στους διαδρόμους μιάς ελεγχόμενης φαντασίας, σε σκόρπιες εικόνες, ξαγρύπνιας όνειρα καταγράφοντας απρόκλητε;ς παρερμηνείες που όμως δεν κατανοώ.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Υποβολές





















Απουσίες στα πεπατημένα ανήμπορα μονοπάτια.
Φαντασίας δημιουργήματα που δίνουν το έναυσμα της απέραστης καινοτομίας.

Φοβάσαι την απουσία;
όχι

Το αόρατο παρόν φοβάμαι
Όπου υπάρχεις μα δεν υπάρχεις
απλά ανασαίνεις
Όπου βαδίζεις και προσπερνάς
δίχως εμπόδια να κατακτάς
απλά μαζεύεις

Την μπαλαρίνα που κρύβω μέσα μου από παιδί φοβάμαι
Όπου προστρέχω για να παρηγορηθώ
και το ακάνθινο στεφάνι της φορώ
για να κοιμάμαι
Όπου την διάκρισή μου καταθέτω
κι όσα μου μάθαν εναποθέτω
να μην θυμάμαι
σκόρπιες εικόνες

Θαμώνας

















αναζητώντας πάλι την αρχή
εκεί που παραδόθηκε, να βρει
τον από μηχανής θεό παρακαλεί
τον κρίκο που ΄σπασε τώρα ζητεί

εν θεώ η πίστης
προφήτες εγρηγορούν
οπαδοί χειραγωγούν
εν θερμώ η κτήσις

οι νοματαίοι στα δυό έχουν χωρίσει
σ’ αυτούς που ψάχνουν και σ’ όσους αδιαφορούν
ομάδες γίνονται και ποιος θα τους καλέσει
ταγούς προφήτες, πάλι αναζητούν

εν χορώ η πλάσις
πολίτες υποχωρούν
ηγέτες ακολουθούν
εν ψυχρώ η κράσις

μ’ αυτά που πέρασαν θα γίνουν ιστορία
κι αυτά που θα ‘ρθουν είναι ζωγραφιά
πινέλο που ‘γινε της μοίρας η γραφίδα
εικόνες λέξεις μας συνθέτουν την σελίδα

Παγίδα

















παίζεται αν θα προβούμε σε ενέργεια αυταρχική
αν στην δύνη αντισταθούμε με σκοπό την επιστροφή

μέριασε πια η εικόνα που μας δίνει την χαρά
κλείσανε όλες οι τρύπες κι είναι τώρα σκοτεινά

δήθεν είμαστε αφέντες, λεύτεροι απ’ τα παλιά δεσμά
μα και πάλι πολεμάμε για να βγούμε απ’ τα σκατά

συνοθύλευμα οι γνώσεις μέσα στην ασυδοσία
μας κυκλώσανε οι δόσεις για γλυκά κι ακολασία

κι οι φτωχοί αυτού του κόσμου περισσέψανε τους παλιούς
όπως ήτανε θα γίνει θα το δεις κι ας μην ακούς

η Αριάδνη σου προτάσσει νήμα ολόχρυσο της γνώσης
μα τυφλός από την πείνα τ’ άρπαξες και πίσω τρέχεις

εμιμούμενος λοιπόν τους αρχαίους δίχως κρίση
χάνεις ότι έχει γίνει κι η συνέχεια θα σβήσει

ότι χρονίζει σαπίζει κι αν δεν το αναπλάσεις θάνατο δίνει

περιουσίες θα κλαπούν
κι όλα όσα ξέρεις θα καούν
θα ‘χεις μάτια να δουλεύεις
μα ποτέ πια δεν θα βλέπεις

Παροπλισμός



















αντικείμενα στον χώρο στοιβαγμένα
το χρηστικό όριο θα υπερβούν
συνωστισμός, τα πάντα κορεσμένα
την απόκτηση του όλου αφαιρούν

σταδιακή αποχώρηση της νίκης
συναίσθημα που ανήκει στην χαρά
απερίσκεπτοι κυλάνε στο παιχνίδι
μονοκύτταροι οργανισμοί θ’ αφεθούνε στην πυρά

συνοθύλευμα όλες οι πτώσεις
διαμελίζουν τον γόνο της γης
τ’ αποκτήματα προκαλούνε αμβλώσεις
που ξεχνιούνται στου χρόνου την ροή

παραποιημένη ατομική εξουσία
βασιλείς τους αμνούς ακολουθούν
την παρόρμηση κάναν ρουτίνα
και θαρρούν πως μ’ αυτήν θα σωθούν

μες την μπόρα κανένας δεν βλέπει
προδομένοι ήρωες θ’ αλωθούν
σαν πανάκεια επικαλούνται την ειμαρμένη
την γραφίδα από οκνηρία πετούν

Επίπλαστος

















χαρμόσυνα την φτερωτή του πανωραία
θα χτίσει μεσ’ του απόμερου την γαία
και στο λιοπύρι σαν βρεθεί με την ρομφαία
θα νιώσει τους αιώνες, την ιδέα

το καθαρτήριο με φόβο προσεγγίζει
το απομεσήμερο τη ζωή δεν την κερδίζει
βουλιάζει μες την δύνη κάθε μέρα
δεν βλέπει, δεν νογά την καλημέρα

του ανώνυμου το πτώμα θα συλήσει
την δική του την στιγμή για να κερδίσει
ότι μένει πίσω το αντιγράφει
ότι μένει πίσω το υπογράφει

μα κι εγώ το όνομά του δεν θυμάμαι
ότι ειπώθηκε καλό, το ξεπερνάμε
τ’ όνομα ενότητα ορίζει
δίχως ταυτότητα και δίχως μετερίζι

οι περιούσιοι ξεχωρίζουν στην διάρκεια του δρόμου
οι ανούσιοι κυριαρχούν, όσο κρατά η πνοή του χρόνου
το εφήμερο την αλήθεια κρύβει
στους αδύναμους άλλοθι δίνει

Αναλώσιμο είδος η αναφυλαξία






















Αποδεκάτιση των δυνάμεων της ευπρεπείας
κάθε ικμάδα συστολής εξαερώνεται
γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν διατηρεί την ακεραιότητα του
μα πάλι…….
συμμορφώνεται με τις συνθήκες και μόνο αυτές
Λιπόσαρκα κακοφανίζεται, αφού ποτέ δεν χόρτασε
περιφέρει την έπαρση του αμύητου
αρνείται να χορέψει από φόβο
μη γλιστρήσει το σαρκίο από πάνω του
και τότε θα φανεί η γύμνια του
θα φανεί η αδυναμία του
θα φανεί το κενό του
Και την ανάσα του με φειδώ
και το δάκρυ στα δεσμά
Διαμελισμός
Επανάκτηση
Αποτάσσεσαι τον σατανά;
Απεταξάμην
μαζί με την πνοή μου, απεταξάμην

Παραλογισμός



















χρεωμένοι στο κιτάπι του μπακάλη
χτυπάμε την πεταλούδα να πονέσει
και προσπερνάμε τις αλήθειες που δεν δεχόμαστε
μα ξέρουμε πως τίποτε τυχαίο
όλα γραμμένα
ευχόμαστε η Αλκυόνη να γεννά πιο συχνά
μα δεν το απολαμβάνουμε
ρωτάμε το γιατί
μα την απάντηση δεν περιμένουμε
τρέχουμε στου νου τα μονοπάτια
κι όμως την ζωή δεν την γευόμαστε
απλά την παρατηρούμε
απλά περιδιαβαίνουμε
να δούμε το καλύτερο
αυτό που θα μας κόψει την ανάσα
μ’ ακόμα κι αν το αντικρίσουμε
δεν το αντιλαμβανόμαστε
πάμε παρακάτω
τώρα τρέχουμε
το θάνατο να γελάσουμε

Κατανομή


















Διχασμοί που γεννιούνται μέσα από μια ανεκτική διαφωνία
Φανατίζουν δίχως να φωτίζουν
Περιέχουν τη δύναμη της αυθαιρεσίας
κι απλώνονται σαν δίχτυ φασισμού
Περιέχουν ανείπωτες προτάσεις
Χρωματίζονται σαν πλοκάμια ερυθρά
Κοντά στο αίμα όλα
κοντά στην ύλη
Η γοητεία του αληθινού
που όμως είναι ψευδαίσθηση
Κι ακολουθείς το ρεύμα
από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο
Κοιμόμαστε μ’ ανοιχτά μάτια και φοβόμαστε
ο τρόμος κυριαρχεί στα όνειρα
η γαλήνη στην ρουτίνα που επιβάλετε
αδυνατούμε να την δεχτούμε
μα σωτήρια φαντάζει
συγκρατεί τα ηνία
και προφυλάσσει
μακριά η τρέλα απ’ τους αμνούς
μακριά

Παράλληλα κινούμαστε μ’ όλους αυτούς που προσπερνάμε
Υπάρχει λόγος

Υποψίες


















Κοντά στην πίστη της βαρύτητας
χαμαίζηλος κοιτά τον ουρανό
είναι το στίγμα μιάς αόριστης γραμμής
καρδιοχτυπά σε κάθε κίνηση του εκκρεμούς
μην είν’ η ώρα του
κι όλα του φαίνονται σαν ρούχα άπλυτα
νεκρά του κύτταρα που αποχωρίζεται με δάκρυα

Χαρούπια θρεπτικά, λοιπόν, θα σου δώσω
να ζήσεις αιώνια για να δείς

Τ’ ουρανού το φέγγος σαν ξημερώνει
Της σελήνης την έκλειψη σαν νυχτώνει
Τ’ άστρο του αγρού, σαν ανθίζει
Το κοχύλι της θάλασσας που θησαυρούς αφοδεύει

Το πέρασμα της νιότης, που δεν αντέχεις κι όμως το
αποζητάς
μετά
και λευκόθριξ τον πόνο μαζί τ ης θ’ ανταλλάξεις
αλλά μόνο αυτόν

Την τρικυμία του ποταμού Ωκεανού θα δείς
να τα βάλεις με τον θεό
Την φυλακή της ελευθερίας, που γεννάει τους ήρωες
μ’ αυτοί θα πεθαίνουν
Την ελευθερία της φιλότητας, που γεννάει τα υβρίδια
και που αναζητούν τις ρίζες τους

Κι όλα τα σύνορα θ’ αφήσω ανοιχτά
μα εσύ απέναντι δεν θα περάσεις
Κι όλους τους νόμους θα καταργήσω
μα εσύ θα τους επιβάλεις
Κι όλα τα πρέπει θα καταλύσω
μα εσύ άλλα θα φτιάξεις
δικά σου, που θα μοιάζουν με τ’ άλλα

Όλα καλώς δοσμένα
Όλα καλώς φτιαγμένα
Όλα σε μια ανατροπή φυλακισμένα

Όπου κι αν πας στην αρχή ξαναγυρνάς
Όπου…………

Δίχως το φώς

Φόβος


















το φονικό της αυτοκαταστροφής
μπροστά στο αίμα της αυγής
διχάζει αμίαντο λαό
μπαίνει στον κύκλο, πίσω στ’ αυγό

κοντάρι γίνεται δίχως σκοπό
μέσα στο άπειρο, το φυλαχτό
χαρούμενοι κήποι εκτροφής
μοιράζουν τα δώρα της ντροπής

χολαίνουν οι ψυχές δίχως βροχή
περνάνε αόρατες στην αστραπή
δίνουν το έναυσμα σαν μια εικόνα
μια φευγαλέα ανατροπή στην χθόνα

κύπελλο τ’ όνειρο κι η πυραμίδα
κι από την τρόπιδα του νου η πυξίδα
περνούν στην άβυσσο κάθε γιατί
γυμνή η ζωή μες το γιαπί

φοράνε σαμάρι και παρωπίδες
κι ότι ομορφαίνει γίνονται ελπίδες
σαν έρθει η ώρα της καταγραφής
κενά τα καλάθια της αποκομιδής

κι έρχεσαι τώρα και λές ιστορίες
για δράκους, νεράιδες, νεφέλες κι αγίες
τον φόβο εντέχνως καλλιεργείς
μονάχα για σένα πως γίναν θαρρείς

κάτσε και κοίταξέ με στα μάτια
πες μου πως γίνομαι κομμάτια
πες μου πως τίποτα δεν μου ανήκει
πως συμμετέχω σ’ ένα παιχνίδι

πες το

Ονειροπόλοι






















κυνηγημένοι, καταφύγιο αποζητούν
τρομαγμένοι, τους γύρω τους κοιτούν
κι αν ενταχθούν;
νεκροζώντανοι, μα θα σωθούν
μπορούν;

τους ομοίους τους αναζητούν
σε μια διαρκείς αναζήτηση θα χαθούν
κι αν δεν τους βρουν;
απροσάρμοστοι, μα θα σταθούν
μπορούν;

στη δεδηλωμένη πραγματικότητα περιδιαβαίνουν
κι όλα τα είναι και πρέπει μετρούν
κι αν δεν χωρούν;
κακότροποι, μα θα χωθούν
μπορούν;

φεύγουν, έρχονται, κοιμούνται, ξυπνούν
τέμνοντες κύκλους ακολουθούν
κι αν σε κάποιον εγκλωβιστούν;
ατίθασοι, μα θα στρωθούν
μπορούν;

μα κάθε αμνός που θα ξεφύγει
στιγματίζεται κι αφήνεται στην δύνη
ιλαρό θα πουν το στίγμα που αφήνει
κι όλα υποτάσσονται σ’ ένα διαρκές δείλι
ξαγρύπνιας όνειρα

Αλγεινή
















Χτικιό η ανάσα,
ίαση το βλέμμα σου,
και το κορμί σπαθί που πληγώνει,
ανοίγει πληγή που αιμορραγεί
κυλάει στους ποταμούς αίματος
ανάμεσα στον πόνο και την τομή,
διαμελισμός του εγώ.
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φτύνεις το αίμα σου,
ανάσα βαθιά σε συνεφέρνει,
χτύποι σε νανουρίζουν
μηνίγγια σφυροκοπούν,
και τότε έρχεται η λύτρωση.
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φαντάσματα σε οδηγούν,
στενά μονοπάτια, αδιάβατα,
βαθύς ωκεανός το όραμα
στάμνα η πραγματικότητα
και τότε ονειρεύεσαι
και τότε βλέπεις τον παράδεισό σου
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Χτυπάς τα πόδια σου στο πάτωμα
πετάς την ματιά σου στα ουράνια
ψηλαφίζεις το αύριο
αρνείσαι το χθες
καταριέσαι το σήμερα
και βαδίζεις
προχωράς μ’ ανοικτά μάτια
παίρνεις την χαρά
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Σημασία έχει η ουσία
ασήμαντο το σοβαρό
αστείο το κατοπινό
πάντα στείρα
ποτέ γόνιμη
και αναζητάς την λήθη
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φωτεινό μονοπάτι οι αισθήσεις
σκιές τα όνειρα
και ο βίος, ανάμεσα
συμπίεση της πραγματικότητας
αποδοχή το ξένο
αναζήτηση του δικού σου
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φυσική καταστροφή της ύπαρξης
αρμέγει τα σωθικά της
πλάθει την δύναμή της
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Ο κρίκος της ντροπής

















έφυγε πάει στα παλιά και φέρνει την ευθύνη
χωρίς να ξέρει τι ζητά, χωρίς να νοιώθει τι πονά
σκόρπισε παντού αλμύρα, θειάφι και χαλίκι
δίχως να ξέρει που πατά, δίχως ονόματα γνωστά

έφυγε πάει στα παλιά, τον λόγο να θυμίσει
χωρίς να ξέρει να μιλά, χωρίς να νοιώθει την χαρά
σκόρπισε παντού θέλω, μπορώ και δικαιοσύνη
δίχως να ξέρει το κενό, δίχως απώλεια να νογά

είναι στο σήμερα ξεχνά, πως έχει κάτι να δώσει
ξέρει πως έφτασε εδώ, ξέρει πως έχουν όσοι τολμούν
μαζεύει αδιάλειπτα έξαψη, πάθος και γνώση
πιστεύει πως του ανήκουν, πιστεύει πως του χρωστούν

εις λεύκαινον ύδωρ επιπολάζει
δίχως να ξέρει τι προστάζει

Αναζητώντας την αρχή
















περίφραστος κι ανέμελος το πιόνι πίσω κάνει
χαϊδεύοντας τα όργανα που δεν εναρμονίζει

κι όμως το μένος είναι εδώ σαν πέρδικα χτισμένη
κι αφήνει το τέλος του να δώ, την τύχη ως προσμένει

το οικοδόμημα γερό θέλει να το ποδίσει
και την ιερή αγιασοφιά πάλι να την πατήσει

μήπως γνωρίζεις την ποδιά που σού στειλε η θεία:
ή μήπως πίστεψες τυφλά τη θεία λειτουργία

ναι η αλήθεια είναι μπροστά δεν θέλεις δεν την βλέπεις
και στου Ερμή την αγκαλιά τα δάχτυλα μπερδεύεις

Μικρόκοσμος


















τ’ απτέρου τ’ όνειρο
μακρύ δοξάρι που τον τόνο δίνει
μακρύ το ξέφωτο
σαν την αδύναμη την φλόγα πνίγει

φάλαινες και δελφίνια
άνεμοι την ισορροπία
πετούν το άρμα σαν τσαμπί από σταφύλι
χλωρίδα πού ‘γινε νομή, πόλεμο δίνει

ο χωρισμός κι ο σύντροφος
βλαστός στηρίχτηκε
την δίψα σαν αναίρεσε
τους εφιάλτες θα δεχτεί κι ας πόνεσε

θεός που υπάρχει
τα όρια αναιρεί
το ιερό των ανθρώπων
ένοικο απαιτεί

ποιο θαύμα περιμένεις ;
















χωρισμένη η γραμμή της ευημερίας
φέραμε το μένος στην ουσία
πήραμε καλή αναφορά
δώσαμε του ήλιου τα καλά

συν το μήκος πάει η αλάνα
πέρασε και έφερε το κλάμα
θύτες θύματα χωρίζουν το παλιό
κι έρχονται να φέρουν το κακό

σήκωσε αντάρα η φαντασία
έφυγε δεν μένει άλλο εδώ
έγινε αστεία η πραγματεία
πόλεμος που δίνεται για την αργό

μα θαρρείς πως θα ‘ρθει τούτη η μέρα
που στο κλάμα της θα χτίσει την καρδιά
δίχως άνοιγμα και δίχως καλημέρα
δίχως δίχτυ θα χαθεί στην αγκαλιά

Παράδοξο το στίγμα
παρασύρεται και περιμένει
έδωσε την αναμονή
προσπέρασε την πάροδο

Πολιτική

















χιλιοειπωμένη αλλαγή
αδιάβροχη η μάσκαρα
πέρα μακριά είναι η στιγμή
εδώ τραβώ τα όρια

απελπισία, χάρη δόθηκε
κανείς να την ακούσει
φέρει την άγνοια, πέρασε
το παρελθόν θα ξεχαστεί

ότι στον πόλεμο εδόθη
θέλει να το ξεχάσει
ότι ανάλυση θα δώσει
θέλει να το χαρίσει

ψαύει το κακό να θυμηθεί
και πάλι κλαίει
βαδίζει απ’ την υπόνοια να ξεφύγει
και τότε θρηνεί

χρίστηκε και βασιλιάς
αδειάζει την συμπόνια
αδιάφορη θαρρείς
του ονείρου η αλήθεια

η σκυτάλη έπεσε, αποκλεισμός
τις μνήμες κι αν επρόδωσε
ανώτερη φαντάζει
και τώρα μόνο υποχωρεί

μοιράζει χιτώνες πορφυρούς
τους ανδριάντες στήνει

κερδίζει................................
δεν τρομάζεις.....................

πίσω, πιο πίσω κι απ’ το χθές
















ο κύκλος κλείνει ξαφνικά
γαλήνη του νου, τον φόβο παροπλίζει
αράδα γραμμένη αδίκως προσκυνά
χτυπούν, μα δεν βλέπεις, το θέατρο αρχίζει

καλούμπα αφήνει και βρέθηκε ψηλά
περνώντας το μήνυμα η λήθη μας πονά
αν φύγει ο φόβος αρχίζει η χαρά
αδύναμα σβήνουν του ονείρου τα φτερά

χτυπήσανε τ’ άσπρο, το μαύρο, το λαδί
ντυθήκαν στην έξη του άκοσμου του γκρι
καλύπτουν τα μάτια, ο ήλιος ενοχλεί
ανάβουν την λάμπα, το φως ποδηγετεί

απόφαση πήραν, ν’ αδειάσουν τον βυθό
αυτό που δεν βλέπουν, να δώσουν ορισμό
κι αν ήρθε σκοτάδι, θ’ ανάψουν τον πυρσό
κυρίαρχοι γίναν στον κόσμο τον γυμνό

καλύτερα έτσι, θα νοιώσουν δυνατοί
παρέες και φτύνουν, το νέκταρ, το γιατί
αδιάφορα όλα, αδιάφορη η ζωή
κινούνται, ανασαίνουν, το άγραφο οδηγεί

καμένη ιστορία που σβήνει με γιορτή
ντροπή πια δεν έχει, ελεύθερα γλιστρούν
κι αν πίσω γυρνάνε θα πάρουν αμοιβή
αυτά που χαρίσαν βαριά ήταν και πονούν

ο κύκλος κλείνει ασφυκτικά

εάν παντοτινό το φως του ήλιου
η γη δική σου, ιαί

Καταγραφή επικοινωνίας






















παραλλαγή της ευλογίας
στον ήλιο την ζωή θα δώσει
εκεί στου ποταμού τις στάχτες
τον δρόμο θα’ βρει να περάσει

περάσανε μα δεν τους είδες
χορτάσανε μ όνειρα, ελπίδες
σου δώσανε απλόχερα
μα κρύφτηκες, απόμερα

δεν θέλησες, δεν ζήτησες
τα δώρα τους αρνήθηκες
χάθηκε τώρα η επαφή
μάταια ψάχνεις το γιατί

μετάταξη επιβολής
χαρίστηκε δίχως ανταλλαγή
περάσματα υποταγής
χαρά είναι μόνο η γιορτή

φαντασμαγορία της αιδούς
παρά την διαδοχή
δίνουν, χαρίζουν και δοκούν
παρά την αποδοχή

καλανταρίζω, δίνω, παίρνω
φέρνω, κάνω την ζωή
περίσσιο το ψωμί την υπερβολής
καλούν για να το πάρω

Αποδημία






















μικρές σταχτοπούτες που ήρθαν στα Φώτα
την λάμψη σαν είδανε πήρανε πόζα
κρατούσαν τον άρχοντα, κόκκο της άμμου
θαρήσαν ο κόσμος πως είναι εκεί χάμου

και τώρα τα ήμερα πρέπει να φύγουν
η γη πια ελεύθερη να την κατακτήσουν
διανόηση τέχνη μα και ανθρωπιά
τον χώρο τους θα ‘χουν, να χτίσουν χωριά

οι άρχοντες πάλι, θα γεννηθούν
μέσα στη χλόη θ’ αναστηθούν
καθάριος ο τόπος από ανθρωποειδή
στην πόλη μαντρώθηκαν, καιρός για ζωή

κύκλοι στην άμμο
















κάποτε ζητήσανε από το φώς
να’ ναι του φτωχού ο συνοδός
φορτισμένος μ’ ενέργεια για ζωή
και την ημέρα του στα τρία να διαιρεί

φορτώνει το βιός του κάθε αυγή
την εκούσια βέρα του νού του αφαιρεί
χωρίζει το τι απ’ το γιατί
αδειάζει την αιτία απ’ την αφορμή

ευτυχισμένες στιγμές στυλώνει η δημιουργία
περιεχόμενο στην λήκυθο εν αποσταξία
δύναμη ψυχής έρωτας ζωής, μεθύσι
χαμένη βαρύτητα το νόημα προσδιορίζει

αρμονικά περνούν μες το σκοτάδι οι ώρες
δεν αποσπούν την προσοχή των αισθήσεων οι μπόρες
και προσκαλούν την νόηση σ’ αρχαία ευωχία
συνειρμικά όλα θα βρεθούν παρέα με τα θεία

τι ονειρεύεσαι;
τι θέλεις να γευτείς;
πώς πορεύεσαι;
πώς το διεκδικείς;

τι μες το χάος σου οριοθετείς;
παρερμηνείες

Ορισμός
















αρχή

χρόνος

σώμα

σκοπός

Τοκετός,

άφιξη νέας ζωής
παρουσία αναγκαία δίχως νόημα
ενέργεια διασφαλίζει την διαιώνιση

ποιος ο σκοπός; ποια η ανάγκη
λησμονήθηκε να γραφεί, αποσιωπήθηκε

χρηστική η πλάση, απαραίτητη
ποιος ο σκοπός, ποια η α ανάγκη
λησμονήθηκε να γραφεί,
αποσιωπήθηκε

επικέντρωση

ιδιοτέλεια

συμπαράσταση

ελευθερία

επικοινωνία

υπερφυσική ερμηνεία
















ολόγραμμα ενός θεού,
αυτό λέέι η αλήθεια
πρόγραμμα, του από μηχανής θεού
κι αυτό είναι αλήθεια

εικόνα το δημιούργημα
κι ο χρόνος είναι έννοια
με αριθμούς που τους ξεχνά
στο διάστημα τον έλεγχο ζητά

άγνωστη η πράξη που θα δει
συμπίπτει η περιγραφή
αφέντης, δούλος αδιαφορεί
παιδί που είναι, αγνοεί

σχήμα στο άϋλο θα δώσει
με τις αισθήσεις του να το αντιληφθεί
κι όταν στα μέτρα τους το φέρει
το άδηλο μέσα του μπορεί ν’ αποδεχθεί

όλα ένα πρόγραμμα
τις λέξεις κλειδί του, πρέπει να βρω
όλα ένα όραμα
κι εγώ από δω πρέπει να βγω

υπερβατική ερμηνεία















κάπου ‘κει έξω είναι η αλήθεια
στ’ άστρα ψηλά
στ’ άλλα βουνά

βρέφη που στάλθηκαν σ’ άλλη πατρίδα
στον κύκλο σαν μπήκαν
αρχίζουν ξανά

τον κρίκο δεν θα ‘βρουν εδώ χαμηλά
παγγαία που κόπηκε
κρατά μυστικά

ο κύκλος πλησίασε κι
η μάνα ξερνά
επίγονοι γέρασαν
ξεχάσαν πολλά

εμείς η φυλή της καταστροφής
απόγονοι αυτών που αποφάσισαν
σε άλλο πλανήτη να αποικίσουν
την κόλαση που γκρέμισαν ν’ αφήσουν

μνήμες κυτταρικές που δεν σβήσαν
στους φιλοσόφους και στους προφήτες ξαναξυπνούν
σ’ όσους στον πόλεμο και πάλι υποκύψαν
υπάρχει κι ο παράδεισος να πουν

υποθετική ερμηνεία




















κατακερματισμός της ύπαρξης
περνάνε το μήνυμα της επιβολής
φόβος αν γίνει ανώτερη μορφή
ίσως και πάλι να καταστραφή

δεδομένο η φύση και ως σκηνικό
το σώμα παρέχει ως κιβωτό
ο κατακλυσμός πνίγει την αμαρτία
τα χαρακτηριστικά όλων των ζώων δίνουν την απαρτία

εμείς και η γη, ένα γυαλί
χτυπήματα δίνουν βοή
ραγίζει, σπάει, δίνει την ύλη
λειώνει, ενώνει, δίνει ζωή

όλα στον κύκλο εγκλωβισμένα
πεθαίνουν, γεννιούνται, όλα είναι ένα
δεν σβήνουν μ’ αλλάζουν, είναι ο κανένας
αθάνατος μένει της γενιάς μόνο ένας

αυτός θα νικήσει, που δεν θα φθαρεί
αυτός θα νικήσει πού ‘χει την άδολη ψυχή
ελάχιστοι βλέπουν και δεν θ’ απορροφηθούν
θολό το τοπίο γι’ αυτούς που τους αρκούν

Ξυπνήματα
















Χωρούν σε μια χούφτα θεού
την δύναμή τους αντλούν απ’ το κύμα
ξυπνούν μες την δύνη του νού
και τότε ξάφνου γεννιέται η ελπίδα

διφυείς υπάρξεις συγκροτούνται
που παντρεύουν μα δεν συγχωρούν
μελωδίες της ύλης τους καλούνε
υπακούουν μα ποτέ δεν ξεχνούν

αντιπαλότητες στην μέση του δρόμου
σταματάνε την λάβρα ροή
είναι η χθόνα η έδρα του πόνου
και η γαία που ζητά ν’ ανεβεί

την υπόγεια σπίθα η οίηση όταν πνίγει
πλανεμένων σοφών πανηγύρια θα στηθούν
οπαδούς σαγηνεύουν που ψάχνουν την Ήβη
που απ’ τ’ απόκρυφο νέκταρ θέλουν να πιουν

ζωγραφίζει η σπίθα, της μοίρας πινέλο
με το είναι της θέλει να ενωθεί
σε διαβάτη που ερμηνεύει όλα τα θέλω
συνεχίζει να βυσσοδομεί

παρατήρηση, γνώση των σωστών συμπερασμάτων
δυνατότητα σύνδεσης με το παρελθόν
εν δυνάμει όλα στον πυρήνα των κυττάρων
αν ζυγώσουν θα μεταστοιχειωθούν

ειδάλλως στον πολυδαίδαλο ιστό της Πανδώρας θα χαθούν

Λεύκαινον ύδωρ

















Διπλώνουν τ’ απωθημένα τους σαν ασπρόρουχα νυφικά,
προίκα του θανάτου
κι αποκοιμιούνται ήσυχοι για το αύριο
Γηγενείς που τ’ αλλότριο ξορκίζουν
Κάπου ‘κει, ανάμεσά τους

Βρυχάται το χθές ως ξόανο της πραγματικότητας
Κανείς δεν χρωστάει
όλοι δοκιμάζουν
Αρίφνητοι φυλακισμένοι το κλειδί τους φυλάσσουν
Κάπου ‘κει, σιμά τους

Κοντά στο απειροελάχιστο διανθίζουν την διαμονή
Τουρίστες σε μια περγαμηνή κλεισμένοι
ιστορία
Κι ο βράχος εκεί!
βαρύτητα

Διαβάτες του κόσμους χαλαρώστε!
ενδώστε!
Κι η χθόνα δικιά μας είναι
Νοσταλγοί της λήθης, γρηγορείτε!
ενδυναμώστε!
Κι η γαία δικιά μας είναι
Κάπου εκεί……….

Αυγή μες στο σκοτάδι
















αποκαλύπτεται η όλη αλήθεια
φαινόμενα εξηγούνται
κρυμμένα μέσα στην συνήθεια
αφέθηκαν για να βρεθούνε

κοσμογονία κι όλα υπάρχουν
χωμένα στ’ αμπάρια βαθιά
τον θαρραλέο περιμένουν
να τα μοιράσει στα παιδιά

κανόνια ρίχνουν ν’ ακουστούν
μα είναι ο θόρυβος πολύς
οι ψίθυροι μόνο επικρατούν
τ’ απόκρυφα υπάρξεις της σιωπής

καλούπια σπάνε και δεσμά
επίβουλα παραμύθια απομυθοποιούν
ο νούς ελεύθερα αν δεν πετά
κόσμοι χωρίζουν, φανατίζουν, χειραγωγούν

μαγγανοπήγαδο, μα όλα εδώ
κι ο λόγος αξίζει σαν πράξη θα γενεί
ενστάλαξη καθημερινή
αυτή θα φέρει την αλλαγή

στις σκιές ελλοχεύει η δύναμη
στο φώς περνά απαρατήρητη
μα για να υπάρξει σκιά χρειάζεται το φώς
αντιπερισπασμός

Δεσμός





















χαλκεύουν την αδύναμη φλόγα
διασπούν τον σύνδεσμο του πυρός
κεντρίζουν τα ένστικτα στην μπόρα
της επικοινωνίας χάθηκε ο αρμός

πειραματόζωα στο εργαστήρι των νάνων
δίχως φευγιό ανάγουν την ισχύ
συμπαρασύρονται στον πόλεμο των άλλων
πίσω απ’ τα κάγκελα η αντίσταση είναι ισχνή

την εξουσία τους έχουν παραδώσει
σε μια φατρία που μοιράζει την σιωπή
την περιουσία τους έχουν προδώσει
σ’ ένα κυνήγι φαντασμάτων έχουν αφεθεί

στον εικονικό κόσμο των αριθμών περιπλεγμένοι
εύθραυστος ιστός τους συγκρατεί
χωρίζονται, ενώνονται μετανοιωμένοι
έκπτωτοι άγγελοι σε στείρα φυλακή

σ’ αυτόν τον λήθαργο γεννάνε τα παιδιά τους
τα γαλουχούν στους νόμους της σιωπής
σε μια επανάληψη που κόβει τα φτερά τους
ταξιδευτές που ρίζωσαν στα σύνορα της γης

κι έτσι το θαύμα τώρα περιμένουν
κάποιον θεό να τους λυπηθεί
κι ότι διαθέτουν απ’ αλλού το προσμένουν
ευγνωμονώντας του δεσμώτη την παροχή

εάλω φίλε
εάλω ο άνθρωπος

Παρατήρηση
















Ανοιχτούς τους ορίζοντες
μόνο έτσι δεν θα νοιώσεις ποτέ εγκλωβισμένος
Αυτό τελικά είναι το ζητούμενο
Ο κύκλος είναι εγκλωβισμός
Πρέπει δηλαδή να ξεφύγεις από τον κύκλο
Η συνήθεια είναι κύκλος
Η παρέα είναι κύκλος
Οι δύο είναι;
Όχι οι δύο είναι ευθεία γραμμή, που όμως έχει κατεύθυνση
Κι ο ένας είναι σημείο που δεν απλώνεται

Αριστοκλής




















μένει ο κόσμος γυμνός
δίχως την γνώση σαθρός
αρχίζει χτυπάει το κύτος
φταίχτης του ο Δούρειος Ίππος

ευπρόσιτος είναι ο σκοπός
παρήγορος μα και τυφλός
αν δεν του δοθεί ο μύθος
άκριτα λακτίζει με μίσος

στα ορμέφυτα αφέθηκε λειψός
σε μια αρένα που κρύβει το φώς
σαν ακατέργαστος πολύτιμος λίθος
ταυτίστηκε με το ανούσιο πλήθος

ακροσαπής βαδίζει μονάχος
αγρίμι συνάμα και βράχος
στημένοι κανόνες κι αυτός
αγράμματος και πάντα φτωχός

σε τίτλους κλειδώνει τον βίο
σε κλίκες προφυλάσσεται από το κρύο
ακόλουθος γίνεται σκαιός
με μόνο του όπλο ο φανατισμός

Αν θέλεις να δοξαστεί ο άριστος
να πάψει να είναι ευφάνταστος
στην χύτρα της επιβίωσης κινεί ο ατμός
μα η γεύση να είναι αυτοσκοπός

Τεχνίτες να κάνες σοφούς
και λόγιους πνευματικούς
σε μια κοινωνία ανθρώπων
θα έχεις πολίτες κι όχι αρρώστους
επίλογος

Διαχωρισμός


















κινούμενη άμμος το παιχνίδι
μάχομαι να βγω από την δύνη
τα λάθη μ’ οδηγούν σε λάθος δρόμο
αντιπερισπασμοί παραπέμπουν σ’ άλλο τόπο

αφήνομαι στα κύματα μ’ εμπιστοσύνη
περιφρονώ τον βάρβαρο που στα ένστικτα αξία δίνει
γδύνω τον άσχετο ιερέα, το θείο ν’ αποκαταστήσω
κανείς δεν μου είπε τι να κάνω, τίποτα για να συνεχίσω

επικέντρωση, το ωφέλιμο, στον σκοπό το κέρδος
ιδιοτέλεια, το όφελος, της συνέχειας ο λόγος
συμπαράσταση, η οφειλή, δίχως βοήθεια να δοθεί
χρόνος, η βακτηρία, το πλέγμα για να μην χαθεί

τα σημάδια δίνονται κι εγώ πρέπει να τα ερμηνεύσω
ο Ορφέας γνώριζε μα εγώ μόνο υποθέτω.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Βουκορφές
Περνώντας τα σύννεφα βλέπεις ουρανό.
Ανεβαίνοντας στην κορυφή βλέπεις ορίζοντα.
Κάθε βουνοκορφή κι ένας νέος ορίζοντας.
Κάθε σύννεφο κι ένας νέος ουρανός.
Τίποτα δεν τελειώνει αν εσύ δεν το δεχτείς.
Περνάνε το μήνυμα της επιβολής κι εσύ το δέχεσαι.
Το αδύνατον γίνεται δυνατόν αν εσύ το πιστέψεις.
Πιστεύεις στους αγγέλους;

Αποκαλύπτομαι
















κι εγώ η κιβωτός που το σήμερα κουβαλάει
τίποτε δεν είναι συμπαγές, το σύμπαν κυλάει
μονάχα η δομή της σάρκας μου έχει δοθεί
κι αυτή νοσεί
και δίνει βάρος στην ψυχή

πίσω απ’ τους κανόνες καλύπτομαι
και στην βαρύτητα της ουράς του κομήτη αφήνομαι

αναζητώ την άκρη του νήματος
ακολουθώ την μουσική που λάμνει
σ’ έναν ρυθμό που δείχνει αυτοσκοπός
μα δεν είναι κι όμως υπάρχει

κι η μοναδική μου στιγμή στην αιωνιότητα, χάνεται
ανυπάκουος ο χρόνος και βυθίζεται

κι εγώ ένας κόκκος άμμου που δίνεται
σε όλα, σε όλους, αφήνεται
την συμφορά απεύχεται
και στιγμές ευτυχίας ονειρεύεται

ένα ποτήρι νερό βλέπω τη ζωή
το πίνω, για να ξεδιψάσω
τίποτε άλλο
μόνο αυτό
κι αν είναι γλυφό αλήθεια;
από πηγή σε πηγή τρέχω
πίνω και ξαναπίνω,
κι όμως λιβασκώνω, ένα πράμα
άραγε πότε θα ξεδιψάσω;

τελικά τίποτα δεν κερδίζεται, μόνο χαρίζεται
κι αυτό τυχαία

χάνομαι φίλε, χάθηκα
στον λαβύρινθο του τίποτα
κι εσύ, άραγε, είσαι εδώ;
ορίζοντες

Πρόσφυγας

σύμφυτος, απόμεινε μονάχος
μες την σκέψη του διαλεύκανση οικτρή
είναι ο απόηχος του επερχόμενου θανάτου
σαν τον ήχο που δεν ξέρεις την πηγή

τον τρομάζει κι ας μην ξέρει το γιατί
τον ξαφνιάζει παρ’ ότι έχει δεί την αστραπή
μες τον ύπνο η απουσία τον προετοιμάζει
παρωχημένες αγκαλιές θ’ απαρνηθεί

χαραγμένα μονοπάτια ακολουθεί
διαχωρίζεται ο κόσμος ο μικτός
σε υψαύχενο γιοφύρι θα προσκολληθεί
δεν ανήκει πίσω, ούτε εμπρός

σαν Σμυρνιός που δεν γνώρισε την Σμύρνη
σαν Καυκάσιος που πρεσβύτερος του ‘χει πει
η ιστορία του γραμμένη σ’ ένα μαντίλι
σε μιά θλίψη δανεική θα κορεστεί

κι ο απόηχος και πάλι τον δαμάζει
στην χαρά του με φειδώ θ’ αφεθεί
επισκέπτης λαϊκής το προϊόν τους δοκιμάζει
αν αξίζει στο καλάθι του να

Απολύων

Πολεμοχαρής Άρης, έρωτας της δημιουργίας
συνθλίβει τα όνειρα που καίνε
εγκλωβίζει σε μάχες αλληλουχίας
στο παραλήρημα της εμπάθειας κλαίνε

στης πυγής το λίκνισμα τινάζεται η απάθεια
τα ορμέφυτα θα γίνουν η Αρχή
στην αποκαθήλωση του Είναι καλλιεργείται η αναισθησία
ένα ροβόλημα σε άγονη γραμμή

η μουσική την ψυχή χειραγωγεί
η ηδονή τον νου ποδηγετεί
κι ο χορός η αποπλάνηση και η εκτόνωση μαζί
η αποχαύνωση που προκαλούν καθοδηγεί

εθισμένοι σ’ έναν κύκλο εσωστρεφή
την λειτουργία όσων δόθηκαν πρωταρχικά αναιρούμαι
μα για να έρθουμε ασυναίσθητα με το μετά σε επαφή
θέλει απ’ την σαγήνη τους να ελευθερωθούμε

σ’ ένα πεδίο ζωτικό
γλεντούνε οι δυνάμεις
μέσα στο χώμα, μες το νερό
θ’ αναδυθούν οι υπάρξεις

Φαινόμενα εξουσίας

χορεύουν οι αισθήσεις το ταγκό της φαντασίας
στον σκοπό της επιβίωσης ταγμένα
αφημένοι μες την έλξη της λύρας
φασμάτων ερμηνεύουν παρτιτούρα

σαν το σύννεφο χαϊδεύει την συνήθεια
την βροχή κανείς δεν περιμένει
χωρισμένη μες τον κόρφο τους μια αχτίδα
δίνονται στο βάθος αγχωμένοι

συμμαζεύουν τα κομμάτια και ξεχνάνε
όλα ένα μες της μνήμης το κουβάρι
περισέματα αχρείαστα πετάνε
και κρεμάνε την συμπάθεια στο ζωνάρι

φαντασίωση ορμόνης οδηγεί
μες την γύμνια κρύβεται η ορμή
σε μια σύγχυση τον νου ποδηγετεί
σ’ ένα λάθος που το σύνολο διαιρεί

φοριαμός μαζεύει τα σκουπίδια
τα σωρεύει να κρατούν την ζεστασιά
σαν της θάλασσας τους μείνει η αλμύρα
θα δοθούν στης απουσίας την πυρκαγιά

Τρίτη 24 Μαρτίου 2009

Τρωγλοδύτες

γνωρίσματα της παρακμής
συνυπάρχουν με το ετερόβουλο
συνθήκες της υπομονής
εξοστρακίζουν το αρχέτυπο

παράγοντες που τους φοβάσαι
σημάδια που πρέπει να επουλωθούν
μέρη του Εγώ του σαν τα θυμάσαι
θεριά θα γίνουν, θ’ ανδρωθούν

θύλακες των προνομίων
διαλύονται μες την σιωπή
τ’ αποκαΐδια των προσωπείων
αποκαλύπτουν την αυγή

ζούσανε περίπλοκα
νεκροί στο πνεύμα, στην ψυχή
αποκομμένοι από το χώμα
γεμάτοι ύλη, απόλαυση κενή

θύλακες μικροβίων
αποσυντονίζουν
τους υπνοβάτες των προαστίων
αποπροσανατολίζουν

Τρίτη 17 Φεβρουαρίου 2009

Λήθη

κραταιός ο αγκυλόδρομος κόσμος
μες την δύνη του παίρνει ευχές
Προμηθέας που δίνει την λάμψη
εξαρτήσεις που κόβουν πνοές

ποιοι χρωστούν; ποιοι περνούν το γεφύρι;
είν’ το φως που ανάβει φωτιές
μια φιλότητα φευγαλέα του Απρίλη
εκκολάπτει κρυμμένες ορμές

αφορμές δίνουν τώρα οι σκέψεις
αναλύσεις παλιών ποιητών
μ’ αν δεν σπείρεις δεν θα’ χεις να θρέψεις
τα παιδιά των δικών σου ιδεών

χαρισμένοι στου απείρου το θάμπος
κατακτήσανε την ξένη γή
όλα χάνονται στ’ αδιόρατο βάθος
φθείροντας την δική τους δια

επίσκεψη στον ζωολογικό κήπο

Νηνεμία χαράζει το κενό
νεφέλες που την κίνηση καταδικάζουν
πελάγους όραμα θα γίνει ορατό
ήχοι προστίθενται που την μνήμη αδειάζουν

ένας τροχός το αύριο προσκαλεί
σ’ ένα μυστήριο που την λύση του ζητάει
δίνει ονόματα στης μήτρας το γυαλί
την φλόγα μέσα του ανενεργή φυλάει

Μιλιούνια γίνονται, αρχίζουν να μιλούν
ομάδες κάνουνε, κάτι να τους κρατάει
φτάνουν στο πέλαγος κι αρχίζουν να κολυμπούν
κανείς δεν ξέρει, κανένας γύρω του δεν κοιτάει

στης αφρογέννετης τον καρπό θα εθιστούν
κι ο Ποσειδώνας με το συναίσθημα θα τους τραβάει
κοινωνικά συμβόλαια κι ελπίδες θα χτιστούν
νομής ψευδαίσθηση την ουσία τους θα μετράει

Την αποκάλυψη λίγοι θα γευτούν
λίγοι θα νοιώσουν πως κάποιος τους φυλάει
σ’ ένα παιχνίδι πως συμμετέχουν θ’ αντιληφθούν
ελευθερώνεται όποιος τον φόβο του θανάτου νικάει

Υπόγεια ρεύματα καθοδηγούν την απώλεια της μνήμης
Το κυνήγι αρχίζει

Ο χρόνος δεν έχει ηλικία

κλειδούχος της παρενέργειας οδηγεί το πλήθος
τον ακολουθούν τυφλωμένοι από του προβολέα το φώς
ξεχνούν την αρετή και το ήθος
λέξεις φιμωμένες κι όλα αυτοσκοπός

κορμοστασιά, το ύφος της φαιδρά στολίζει
βήματα ακούγονται, πού οδεύει;
κόντρα στον άνεμο την πνοή μοιράζει
χίμαιρα που με ζήλο περιοδεύει

κορμιά που δίνονται στου χρόνου την φθορά
αποδέχονται την ψευδαίσθηση που τους κρατά
φυλάνε κειμήλιο την συμφορά
σαν ηρωίδα της αποτείνουν προσφορά

χαρισμένοι στ’ άδυτο του προκαθορισμένου
ατελείς ενώσεις τους ψιθύρους προσπερνούν
ισορροπία, φυλαγμένο μυστικό, του χρόνου
προστιθέμενες εμπειρίες, νέες ιδέες αφαιρούν
της ασχήμιας οι χαρακιές μ’ ευφροσύνη κι ευφορία θ’
απαλειφθούν

δυνάμεις αντίρροπες γεννιούνται μαζί
η επιβίωση κι η αυτοκαταστροφή
μέση οδός η αρμονία
των αθανάτων η αμβροσία

Αμοιβάδα

Περιδίνηση που δίνει την συνέχεια
χαλαρότης προκαλεί την παρενέργεια
νοητή καταστροφή της ύλης
ψυχική εμπύρρωση της δύνης

κι είν’ η χαρά της νίκης τον σκοπό σαν επιτύχει
κι είν’ ο θρήνος, ο θυμός, ο έρωτας αν τύχει
χαλαρότης των δεσμών τον αντίποδα κατέχει
η απάθεια, το τέλμα την απώλεια παρέχει

προσκυνάνε το θείο μα την φύση του αγνοούν
αποδέχονται την μοίρα δίχως ν’ αναρωτηθούν
κερδισμένοι, χαμένοι, ποιος μπορεί να το πεί;
περιμένουν το τέλος για να δούν τι θα βγεί

στην αέναη μάχη της ψυχής και του νού
ποιος καλός; ποιος κακός; δεν μπορούν να το βρουν
φυλακίζει η ύλη; ή φυλάσσει το πυρ;
σαν ερώτημα μένει φιλοσόφων που αναζητούν

Αποκαθήλωση

Απενεργοποιείτε η μέδουσα των ημερών
χωρίς αντιπερισπασμούς δονείται ανεξέλεγκτα
χτυποκάρδια χειραγωγούν το αθόρυβο των αμνών
συνθήματα που δίδονται ως επιχειρήματα θέσφατα

Πολεμικές ιαχές ξυπνούν τις ρίζες
βλασταίνουν μπολιάζονται και σιωπούν
αποδίδουν την υπάρχουσα ηρεμία στις θύρες
εφιάλτες που ζήσαν ξαναγυρνούν

Χρώματα δίνονται στην περηφάνια
κοιτίδες γνώσης θα δοξαστούν
μύθος είναι μα φαίνεται φάρσα
σε νέα σύνορα θα χτιστούν

Στόχος οι άρχοντες κι οι καταιγίδες
μια προσευχή που λέγεται δίχως σκοπό
γεύονται αχόρταγα τις ηλιαχτίδες
σημαίες κυματίζουν κι είναι λαός

Χαρακτηριστικό όλων η απάθεια
συνυπάρχουν ακόλουθα
κι όταν σβήνει η μέρα χρήζουν τους βασιλείς

γιοσέμιτι

αντροδίαιτοι σ’ έναν δεκάρικο λόγο δοσμένοι
ευρεσίτεχνοι το μέλλον σχεδιάζουν
σε μια άκομψη εικόνα αναλωμένοι
γι’ απολεσμένο Είναι φρούρια χτίζουν
(και κρυφοκοιτάζουν)

οι την άγνοια κατέχοντες βροντοφωνάζουν
αλυχτώντας διώχνουν τα παράλληλα ως απατηλά
σ’ ένα αλώνι το ποίμνιό τους παρατάσσουν
κι ότι ξένο θα καεί στην πυρά
(και προστάζουν)

ερευνητές ανένταχτοι δοκιμάζουν
αδρεναλίνης οπαδοί, δίχως φραγμούς
όρια θαρρούν πως σπάζουν
κατορθώματα σε στίχους επικούς
(κι επιδεικνύουν)

παραπλανημένοι απ’ τον λήθαργο ξυπνούν
σ’ ένα θέατρο του παραλόγου αφορισμένοι
έξω απ’ τους κανόνες του παραπατούν
κι αισθάνονται διαρκώς πως είναι ατιμασμένοι
(και κρύβονται)

Οι τέσσερις δρόμοι της απαρχής
δομούνται στο επίπεδο της γης
ευ ω ετάχθη έκαστος δράττει
ηθοπλασίας όραμα το σύνολο συντάσσει
(και προχωρούν)

Στοιχεία
Χους - Ύδωρ - Αήρ - Πυρ
Σώμα - Ψυχή - Νούς - Αιθήρ

Συλλέκτης – Συντονιστής – Δημιουργός – Φιλόσοφος

Γένη
Βροττός - Άνθρωπος - Ήρωας - Βασιλιάς
Σίδηρος - Χαλκός - Άργυρος - Χρυσός

Δομή
Ένταση
Συχνότητα
Χροιά
ουρανοί

Επιταγή

Κάθε δύναμη εφορεύει από την πηγή που της δίνεται
Συνθηκολογούν όπως αφορίζουν το αδιέξοδο
Συνυπάρχουν με την δύναμη της αυτοσυντήρησης
Ποτέ δεν δίνεται η δυνατότητα της υπερβολής
Αυτήν αυθαίρετα την παίρνουν
κι υπερβαίνουν το ιδεατό του Υπάρχω
Συνωμοτούν με την ύλη
Αφομοιώνουν του πνεύματος την ανακολουθία
Συγκερασμός της ύπαρξης και του Είναι
Πάντα συνυπάρχουν
Μπορείς να το δείς;
πες μου μπορείς;
Κατήφορος
κατήφορος μωρό μου
Κατήφορος
Δίχως υπερβολές και χωρίς συνακολουθίες
Σ’ όλα η βαρύτητα
Και πιάσαμε πάτο
πάτο μωρό μου
Μόνο έτσι θα μπορέσουμε κάποια στιγμή ν’ ανεβούμε
μόνο έτσι
Μόνο έτσι

Γνώριμα μονοπάτια περπατώ
Χτυπήματα
Συνυπάρχουμε

Στίγματα

Απορροφημένοι τελείως
τους ρούφηξε λέμε

η σάρκα
η έπαρση
η φιλαυτία
το ανάλαφρο κενό
η ανάγκη της παρουσίας
η απουσία του Εγώ
το λευκό στο υπάρχω

Κάθε πένα κι ένα ακούω
κάθε λύρα κι ένα κάγκελο
κάθε τοίχος κι ένα σκιάχτρο

Σωματική και ψυχική βία το ανυπάκουο

Σαν να ‘ταν χθές η αρχή
σαν να ‘ταν σήμερα η αρχή

Στου κύκλου την θαλπωρή το κούρνιαγμα
στην ηδονή του νου το σχέδιο της απόδρασης
που όμως το καίει η φωτιά της ατολμίας
κάθε φορά
Έτσι απλά

Λανθάνον νούς

συνακόλουθα με την εγρήγορση θα τα κάνει
την δόμηση αυθύπαρκτη

Σκουντάνε να περάσουνε

Θυμός

συσσωρευμένη απέχθεια
κι ανικανοποίητες υπόνοιες
κόλαφοι που υποτιμούν το υγιές Εγώ

Ξάφνιασμα

φαντάσματα ξυπνούν
χτίζουν αυθαίρετα όνειρα
προπαγανδίζουν την επέλαση
προβοκατόρικες ανασφάλειες προελαύνουν

χάθηκε η παρτίδα

κι η κοσμογονία υποχωρεί στο άβατο
στης αυτοκαταστροφής τον βωμό θύει
στης ψευδαίσθησης το είδωλο ικανοποιείται

Παιχνίδι εντυπώσεων

όρια

ευτελισμός

άλγος

όχλος

αυτοκαταστροφή

Ανασυγκρότηση των δυνάμεων
εμπιστευόμενοι την μέριμνα της ύλης
και τους συμπαντικούς νόμους

Πίστη στην ύπαρξη
και την αναγκαιότητά της

Θερίζεις την σπορά σου
ενδυόμενος με την υπομονή
και την προσφορά της νομοτέλειας

Άπλετος χρόνος ορίζει την ατραπό
που κλώθει το υποσυνείδητό σου

Η ευφορία της ανεκτικότητας του διαφορετικού
έρχεται με την διάκριση της ύβρεως και της δίκης

Ο κουρνιαχτός της αναδόμησής σου
παρέχει την κατανόηση της ισορροπίας και της αρμονίας

ψυχή

νόηση

ενσωμάτωση

απέραντο

νοσταλγία

Η χρονομηχανή του αβέβαιου

φυσική ροή των πάντων
αλληλένδετα κατευθύνονται
χωρίς περιστροφές κι απουσίες
τα είδωλα αντικρίζουμε
η στατικότητα δεν υπάρχει
κι ο λόγος είναι η αιτία
και το πρέπει η νομοτέλεια
όχι η υποταγή αλλά το ξέρω
όποιος γνωρίζει την διαφορά ενυπάρχει
Οι πιθανότητες του τυχαίου είναι ανύπαρκτες
ότι δίνεται έχει συμφωνηθεί
ότι απουσιάζει δεν χρειάζεται
κι όλα στον χρόνο τους
όλα στην ώρα τους

Παράγωγα
μπορούν ν’ αφοσιωθούν, ν’ αφομοιώσουν
μα πάντα το σήμερα νικά το χθές
μπορούν να δοθούν, ν’ αφομοιωθούν
μα πάντα το αύριο γελά το χθές
αποτυπώνεται η εικόνα στο παρελθόν
κι ότι σ’ αυτό έχει χαθεί
στο μέλλον υπόσχεται να δοθεί
κι ότι σ’ αυτό έχει κερδιθεί
στο μέλλων υπόσχεται να διατηρηθεί

εκ του μη όντως

χωρίζονται σ’ απόκρυφες καλύμπρες
ασύμβατο;
όλα μπορούν να συμβούν στην πράξη
φορτισμένη η όραση και το θέρος
πάντα υπάρχει το ασύμβατο
χτυπημένος νους σ’ ασύμμετρους ήχους
χαραμίζει, μοιράζει, εξαϋλώνει το παν
το τώρα είναι που μετράει
μα το τώρα δεν υπάρχει, δεν μετριέται
φτάνει απέναντι στ’ άδυτο της καταστροφής του
χαρίζει την ύπαρξή του στο μεθύσι
μιλάει
μα δεν υπάρχει
είναι το είδωλο του αύριο, του χθές
υπάρχει
δεν συνδέεται με την δύναμή του, χαρίζεται
φτάνει στο άπειρο που είναι περατό
και τώρα φτάνει στα όριά του
Όλα υπάρχουν
συμφραζόμενα

Μοράβια

Κάνοντας το φεγγάρι ορατό την μέρα
θα γευτείς το αδύνατο και φυσικό συγχρόνως.
Πάντα δίνεται η δυνατότητα να το κάνεις
ποτέ δεν το αντιλαμβάνεται κανείς
Αν δώσεις την κίνηση…….όχι την σκέψη,
τότε κερδίζεις το δώρο.

Βέβαια αυτό είναι δύσκολο.
Θέλει υπομονή ν’ ανεχτείς το δώρο,
μπορείς να το υποψιαστείς
και να το φανταστείς
και να προχωρήσεις στο βάθος.
Φυσικά σου δίνεται η ευκαιρία άδολα
κι άδολα πρέπει να την αποδεχτείς.

Εξ’ αίφνης

Διατήρηση των δεδομένων, της κίνησης
Μια ταλάντευση που σε κρατά σε ισορροπία
Η απουσία της στασιμότητας επιβεβαιώνει το μετά
Η ύπαρξη της επανάληψης περιχαρακώνει τις αξίες

Χρειάζεται να ξεφύγεις και να υποκύψεις συγχρόνως

Υπάρχει βέβαια η δυνατότητα της επανεκκίνησης
Αλλά αυτή βασίζεται πάντα στις αρχές που έχεις εδραιώσει
από προηγούμενες εμπειρίες,
Δεν υπάρχει παρθενογένεση,
Αλλιώς όλο αυτό θα ήταν άσκοπο
Κι οτιδήποτε έρχεται σ’ αντίθεση μ’ αυτές τις αξίες
γίνεται βραχνάς, προκαλεί δυσφορία, κακοφανισμό.
Όσο όμορφο κι αν το φαντάζεσαι

Αν όμως χάσεις την συγχρονικότητα
αυτή δεν επανέρχεται
Σ’ αυτό συμβάλει η υπερβολική ταχύτητα που αναπτύσσεται
με τα απανωτά χτυπήματα σε συνδυασμό με το παράδοξο που βιώνεις για κλάσμα του δευτερολέπτου
Και τότε είσαι άλλος
Και τότε το βιώνεις ως θεατής
Κουβαλάς όμως τις αναμνήσεις σου
οπότε το νοιώθεις μεν μα δεν σε χειραγωγεί

Κι όλα αυτά στην ίδια ζωή
Το μετά δεν το ξέρω
Κανείς δεν το ξέρει (;)

Ό Πάνας

Μονεμβασιάς μονοπάτι
κι όλα χύμα στο κύμα
δυνατή βροχή στον ήλιο
όλα τα ξεπλένει
όλα φωτισμένα
Κινούνται καυχώμενα
έχουν εξαγνιστεί και δίνονται
παρθένες την ώρα κοιτάνε
που θα δώσουν την ομορφιά;
την κρυμμένη τους.
Όλα προσπερνάνε την άνοιξη
βαίνουν ολοταχώς για το φθινόπωρο
Καρικατούρες μες τις σκιές της βροχής
δεσμεύονται για να κρατηθούν
Κι όμως κάπου υπάρχει το αύριο
Φαίνονται όλα τόσο ασήμαντα
μα καθένα την σημασία του.
Προσευχή στο απύθμενο βάθος
βυθός που παραφυλάει
αλλήθωρος
συνέχεια στο επαύριο
πρέπει να υπάρξει
αλλιώς χάθηκε και το σήμερα
κι όλα μάταια κι άσκοπα
Κάποιοι διηθούν την ύπαρξη
μα μόνο το σύνολο μετρά
πρέπει να βαδίσεις
να νικήσεις
Να περάσεις απέναντι
Τίποτε απόμακρο
τίποτα φτιαχτό
Όλα αγνά και ήμερα
Κάποιος βαδίζει σιμά σου
και τότε νοιώθεις την ανάσα
την ψυχή
Τότε τα νοιώθεις όλα
Το μοιραίο είμαστε εμείς
εμείς και το αύριο
Κι η αγάπη, ο έρωτας
όλα μια συναυλία
του απόκοσμου
Όλα οδηγούν εδώ
στην θάλασσα…..
όλα οδηγούν εδώ
στο συναίσθημα

Αυτούσιο

καλλιεργούν τις δυνάμεις δίνοντας,
αποχωρισμός
φαρμάκι φαίνεται να στάζει,
απουσία
κι όλ’ αυτά τόσο απόμακρα,
τόσο οικεία
συννεφιασμένη η ανθρώπινη φάση,
με το ασυνείδητο
Κι όμως υπάρχει, δίνεται, χαρίζεται
γιατί χαρίζεται;
γιατί τόσο συχνά;
χαλαρότης των μέσων,
αυτεξούσια υπάρχει μέσα μας,
συνειδητά δίνεται,
ασυνείδητο φαίνεται,
βιασμός φανταστικός δείχνει,
αφήνομαι!
άγγελοι

Φοίνιξ

χτύπα το νερό
άστο να σ’ αγκαλιάσει
γεύσου το
χάραξε πορεία
και χτύπα το νερό

πάτα την γή
γίνε ιστίο που ενώνει
κοίταξέ την
ανυπόδητος
και πάτα την γή

νιώσε τον άνεμο
άστον να σε διαπεράσει
οσφρίσου τον
γυμνώσου
και νιώσε τον άνεμο

μην φοβάσαι την φωτιά
πλησίασέ την
ψηλάφισε την
δέξου να σε διαλύσει
και μην φοβάσαι το μετά

το στέρφο τώρα δεν μετρά
ακολούθα το ταξίδι των αισθήσεων
μπορείς;
μπορείς
θέλεις;
κάντο

περισσεύουν οι επευφημίες
αν την ύλη πρέπει να γνωρίσεις
ο δρόμος της νόησης είναι σιωπηλός
και της αναγέννησης μοναχικός
Οδυσσέας

Ψίθυροι

κάθε μέρα που περνά
χρήζει κι έναν βασιλιά
μα δεν ξέρει, δεν νογά
πως υπάρχει στην σκιά

νοιώθει εξάψεις, δυσφορία
πως του λείπουν τα στοιχεία
θέλει να φύγει απ’ την πορεία
που του τάζουν μεγαλεία

μες την ομίχλη προχωρά
κι όμως βαδίζει με σιγουριά
τις κακοτοπιές σαν προσπερνά
τότε τις βλέπει, μα δίχως φόβο τις κοιτά

κρύβεται γιατί φοβάται
τι κρατάει; αναρωτάτε
μες την στάχτη του κοιμάται
ποιο το τάμα; δεν θυμάται

την στιγμή του περιμένει
δίχως να ξέρει τι του μέλλει
το παρελθόν και το παρόν τι έχει φέρει;
κανείς, ούτε κι αυτός το ξέρει

κι όταν το τέλος του προκάλεσε να συναντήσει
τον σταματήσαν, μα ποιοι; και γιατί;
τότε το νόημα θέλησε ν’ ανακαλύψει
μα ξαναβρέθηκε στην αρχή

των αισθήσεων η ταχύτητα μεγάλη
σε δυό τόμους την μνήμη τους μοιράζει
στις αναμνήσεις που εκούσια μηρυκάζει
και στο προαίσθημα που μοιραίο ονομάζει
διαρροή

Αποκρυπτογράφηση

αλλοτινό το πέρασμα
κτίσμα το καρφί που θέλγει
κρατάει την ισορροπία
αντέχεται η παρουσία

βλαστήμια η αποδοχή
αγώνας, μετά παραδοχή
αλλού είναι το μυστικό

δεν είναι η επιβίωση
δεν είναι το κιτς και γκλάμουρ
δεν είναι η επιβολή
δεν είναι το χρώμα, το λαχούρι

αλλού είναι το μυστικό
η αλήθεια καλά κρυμμένη
έχει ειπωθεί, την κοιτώ
διάσπαρτη είναι, περιμένει

κι αυτός που την καπηλεύεται
κι αυτός που την ερμηνεύει
κι αυτός που την εμπορεύεται
αυτός μου την παρέχει

Λεηλασία

περίμενε να ‘ρθεί το πρωινό
μα την πόρτα μην ανοίξεις
είναι που θα ‘ρθει όλο το χωριό
για να κλέψει αυτά που ‘χεις μαζέψει

μες το όνειρο βαδίζουνε οι λάμψεις
και χωρούν σε μιάς αχτίδας την δομή
κι ότι έγραψες ευθύς αν διαγράψεις
καλωσόρισες στην φωτεινή διαδρομή

τα χτυπήματα δεν είναι αληθινά
είναι εικόνες που δοθήκαν δίχως πτώση
ιδεογράμματα που κρύψαν την χαρά
είναι εσθήτες που καλύπτουνε την γνώση

στων θεών το μονοπάτι σαν βαδίσεις
με μια ανάσα να περάσεις τα βουνά
γώρτυνο δεσμό θα συναντήσεις
που κρατούν των απογόνων τα παιδιά

«κοντά στην απομακρυσμένη κοιλάδα
απλώνεται το μονοπάτι της δάφνης»

Πέμπτη 12 Φεβρουαρίου 2009

Διασπορά

το χρονικό της καταστροφής άρχισε
το φώς στο σκοτάδι δεν επικράτησε
κάποιοι δεν θέλανε

υπάρχουν δυνάμεις αντίρροπες
ισορροπία δεν υπήρξε
κάποιοι δεν μπόρεσαν

η απαξίωση οδηγεί στην αδιαφορία
η υπεροψία στην αντιπάθεια
κάποιοι λαθέψανε

η αναζήτηση παρέχει την δημιουργία
η υπεραπλούστευση το κενό
κάποιοι συμβιβάστηκαν

η άγνοια προκαλεί δυσφορία
ο αφορισμός τον σκοταδισμό
κάποιοι φοβήθηκαν

μέσα στις σκιές ελλοχεύουν
επιβιώνουν και διαιωνίζουν
κάποιοι ελπίζουν

λούζεται η μέρα στο γυαλί, καθρέφτης δίχως τέλος
πυρσός περνάει την αφορμή και λύνεται το μένος
όσα με αίμα δόθηκαν η ειρήνη τα διαγράφει
κι όσα ο φόβος ακόμα κρατά περνούν σε νέα τάξη

Αφύπνιση

Το μέλλον είναι εδώ
παραπέτασμα
αφουγκράζομαι τον αασμό
οιωνοί

το τώρα πεθαίνει την στιγμή που γεννιέται
αξίες
κι η ζωή που πάει, φεύγει
χωροχρόνος

δεν έχω ρίζες και δικό μου μερτικό
ψευδαίσθηση
αλθαίνω τις πληγές και προχωρώ
λήθη

στο φάσμα μετουσιώνομαι
απόκρυψη
δεν ανήκω εδώ
τοκετός

τελευταίο τσιγάρο κι έφυγα
επανάληψη
το αύριο είναι εδώ
χαμογέλα

έχω ξεμείνει
έχω ξεφύγει
τι με κρατά ;
απιστία

Ο μύθος της γραμμής

και πατούν στην απέναντι όχθη
χωρίζοντας την αλήθεια απ’ το ψέμα
μ’ αδύνατον την γραμμή να κάνουν τέρμα
τίποτα δεν χάνεται μόνο το αίμα

κι όμως αγνοούν την μέριμνα
τους πνίγει ο πόνος, ψάχνουν το νήμα
κυλιόμενες σκάλες αφορίζουν την αλήθεια
και περνάνε το όνειδος στα παραμύθια

τα χρωστούμενα όλα, τώρα εξοφλούνται
κι η περίλαμπρη νιότη θα δοθεί φυλαχτό
σε μια απογείωση όλα θα χαθούνε
τεθλασμένο καθρέφτισμα της τέχνης στο νερό

Μέσα σ’ όλα αυτά υπάρχει σκοπός
Χειμερινοί κολυμβητές την άνοιξη
Θερμοκέφαλοι αποτελούν το τοίχος
Αρνητική ενέργεια παντού

Γυμνό

φαντάζομαι…………..
ύδωρ πνίγει την στέρφα γή

τίποτα δεν κινείται
τίποτα ζωντανό

επιπλέουν
ελπίδες
όνειρα
κηλίδες από αίμα

και λευκοί ιστοί αράχνης
επιπλέουν
άρμπουρα δίχως πανιά
κι όταν χτυπά τις χορδές τους τ’ αεράκι
παιδικά γέλια
ακούγονται
οι αναστεναγμοί των ερωτευμένων
που δεν ανταμώνουν
ακούγονται

μα τίποτα δεν υπάρχει
τίποτα ζωντανό

μόνο ύδωρ

και μόνο το άρωμα της νοτισμένης γης
σαν υποψία της ύπαρξής της

αίμα και ύδωρ
πηλός ασχημάτιστος
αήρ κι ιστός
γέλιο κι αναστεναγμός

μόνο αυτό
τίποτε άλλο

Λόχη φωτός

όνειρο και ταξιδεύω
το ξενιστή μοχλεύω
αυτόνομα υπάρχει και γεννά
κουφάρια αδύναμα ξερνά

σ’ αυτά κι εγώ θα κατοικήσω
το έλεγχο τους θ’ αποκτήσω
θα πω, θα γράψω, θα συντρίψω
τα όριά τους θα εξελίξω

κάθε βαθμίδα τους θα ενδύσω
μνήμες θολές θ΄ ακολουθήσω
το πάθος με όραμα θα πολεμήσω
ώσπου τα σύνορα πάλι αντικρίσω

φθαρτό το σώμα κι η ψυχή
αεικίνητο πνεύμα μετοικεί
δοκιμασία, τόλμη αυτή η ζωή
μέσα της πέρασε, βυσσοδομεί

Ουτοπία

θάλασσα πέπλο της γης
κάθε ρανίδα σου κι έδρανο μιας ασώματης ψυχής

και πίνω τις ψυχές και μ’ ανεβάζουν
και γίνονται καταχνιά και με νοτίζουν
και γίνονται αύρα και με χαϊδεύουν
και γίνονται καθρέφτης και με καλούν
αμέτρητες ψυχές διαρκώς με διαπερνούν
φιλοξενούμενοι της στιγμής μ’ αναδρομή επικοινωνούν

κι αφέσου
κι άκου
και δές

κι όποιος γεννιέται με φουρτούνα
φουρτούνα έχει στην ψυχή

κι όποιος γεννιέται με τ’ Αυγούστου το μελτέμι
φεγγάρι κόκκινο κι αιμορραγεί

μα σαν της άνοιξης το ημίγλυκο αγέρι την πρώτη του πνοή
καλωσορίσει
αλλοπαρμένος μια ζωή, τα σύνορά του δεν θ’ αναγνωρίσει

κι αφέσου
και δές

χωρίς ψυχή τίποτα δεν ζει
έρωτας, έλξη, συνθέτει ζωή
καθορισμένη πορεία ακολουθεί
απ’ την ανυπαρξία στην ύπαρξη να μεταβεί

νυχτόβιο όν στο φως της λάμπας ακροβατεί
εγκλωβίζετε στον κύκλο αν στις αισθήσεις του υποταγεί
και του νού την διαστροφή ενστερνισθεί

κι αφέσου

κόλαση φαίνεται η γή, μια φυλακή
παράδεισος της θάλασσας η θαλπωρή
μα στ’ ουρανού την αγκαλιά θ’ αναδυθεί
το τρισυπόστατο που έχει τέλεια ενωθεί






Γ-νώση
Ε-νωση
Α-νωση } ν-ωση
















- - - - -

πηγή – λίμνη – ποτάμι – γη - θάλασσα
πυρήνας – εκκόλαψη – έξοδος – ζωή - αιθήρ
ψυχή – πλάσμα – πνεύμα – εμπειρίες – σοφία
μνήμες – λησμονιά – παρατήρηση – γνώση - φώς
επίλογος

Αφήνοντας το στεφάνι

ανυψώνομαι, πετάω, μου κόβεται η ανάσα
πώς λέγεται αυτό; αναγαλλιάζω;
όχι αλλιώς λέγεται, μα πώς;
θα το ψάξω το δίχως άλλο

ξέρω
μην κοιτάς που παρασέρνομαι
είναι δέλεαρ το ζεστό συναίσθημα της σάρκας
μα ξέρω

τίποτα δεν είναι δικό μου
τίποτα δεν θα είναι δικό μου

μειδιώ

τώρα ξέρω
κι είμαι ελεύθερη

σας ευχαριστώ
σας ευχαριστώ όλους
γιατί κι εσείς ξέρεται κι ας μην τ’ ομολογείται

όλα εδώ φυλακισμένα
μα ‘κεί είναι ελεύθερα

πάντα φοβόμαστε την ελευθερία
πάντα
όχι εγώ, όχι πιά

αποδέχτηκα το σώμα μου
ελευθέρωσα την ψυχή μου
αφέθηκα στην νόηση
Αγέραστη