Τρίτη 7 Απριλίου 2009

Φάσμα
και χάνομαι στους διαδρόμους μιάς ελεγχόμενης φαντασίας, σε σκόρπιες εικόνες, ξαγρύπνιας όνειρα καταγράφοντας απρόκλητε;ς παρερμηνείες που όμως δεν κατανοώ.

Δευτέρα 6 Απριλίου 2009

Υποβολές





















Απουσίες στα πεπατημένα ανήμπορα μονοπάτια.
Φαντασίας δημιουργήματα που δίνουν το έναυσμα της απέραστης καινοτομίας.

Φοβάσαι την απουσία;
όχι

Το αόρατο παρόν φοβάμαι
Όπου υπάρχεις μα δεν υπάρχεις
απλά ανασαίνεις
Όπου βαδίζεις και προσπερνάς
δίχως εμπόδια να κατακτάς
απλά μαζεύεις

Την μπαλαρίνα που κρύβω μέσα μου από παιδί φοβάμαι
Όπου προστρέχω για να παρηγορηθώ
και το ακάνθινο στεφάνι της φορώ
για να κοιμάμαι
Όπου την διάκρισή μου καταθέτω
κι όσα μου μάθαν εναποθέτω
να μην θυμάμαι
σκόρπιες εικόνες

Θαμώνας

















αναζητώντας πάλι την αρχή
εκεί που παραδόθηκε, να βρει
τον από μηχανής θεό παρακαλεί
τον κρίκο που ΄σπασε τώρα ζητεί

εν θεώ η πίστης
προφήτες εγρηγορούν
οπαδοί χειραγωγούν
εν θερμώ η κτήσις

οι νοματαίοι στα δυό έχουν χωρίσει
σ’ αυτούς που ψάχνουν και σ’ όσους αδιαφορούν
ομάδες γίνονται και ποιος θα τους καλέσει
ταγούς προφήτες, πάλι αναζητούν

εν χορώ η πλάσις
πολίτες υποχωρούν
ηγέτες ακολουθούν
εν ψυχρώ η κράσις

μ’ αυτά που πέρασαν θα γίνουν ιστορία
κι αυτά που θα ‘ρθουν είναι ζωγραφιά
πινέλο που ‘γινε της μοίρας η γραφίδα
εικόνες λέξεις μας συνθέτουν την σελίδα

Παγίδα

















παίζεται αν θα προβούμε σε ενέργεια αυταρχική
αν στην δύνη αντισταθούμε με σκοπό την επιστροφή

μέριασε πια η εικόνα που μας δίνει την χαρά
κλείσανε όλες οι τρύπες κι είναι τώρα σκοτεινά

δήθεν είμαστε αφέντες, λεύτεροι απ’ τα παλιά δεσμά
μα και πάλι πολεμάμε για να βγούμε απ’ τα σκατά

συνοθύλευμα οι γνώσεις μέσα στην ασυδοσία
μας κυκλώσανε οι δόσεις για γλυκά κι ακολασία

κι οι φτωχοί αυτού του κόσμου περισσέψανε τους παλιούς
όπως ήτανε θα γίνει θα το δεις κι ας μην ακούς

η Αριάδνη σου προτάσσει νήμα ολόχρυσο της γνώσης
μα τυφλός από την πείνα τ’ άρπαξες και πίσω τρέχεις

εμιμούμενος λοιπόν τους αρχαίους δίχως κρίση
χάνεις ότι έχει γίνει κι η συνέχεια θα σβήσει

ότι χρονίζει σαπίζει κι αν δεν το αναπλάσεις θάνατο δίνει

περιουσίες θα κλαπούν
κι όλα όσα ξέρεις θα καούν
θα ‘χεις μάτια να δουλεύεις
μα ποτέ πια δεν θα βλέπεις

Παροπλισμός



















αντικείμενα στον χώρο στοιβαγμένα
το χρηστικό όριο θα υπερβούν
συνωστισμός, τα πάντα κορεσμένα
την απόκτηση του όλου αφαιρούν

σταδιακή αποχώρηση της νίκης
συναίσθημα που ανήκει στην χαρά
απερίσκεπτοι κυλάνε στο παιχνίδι
μονοκύτταροι οργανισμοί θ’ αφεθούνε στην πυρά

συνοθύλευμα όλες οι πτώσεις
διαμελίζουν τον γόνο της γης
τ’ αποκτήματα προκαλούνε αμβλώσεις
που ξεχνιούνται στου χρόνου την ροή

παραποιημένη ατομική εξουσία
βασιλείς τους αμνούς ακολουθούν
την παρόρμηση κάναν ρουτίνα
και θαρρούν πως μ’ αυτήν θα σωθούν

μες την μπόρα κανένας δεν βλέπει
προδομένοι ήρωες θ’ αλωθούν
σαν πανάκεια επικαλούνται την ειμαρμένη
την γραφίδα από οκνηρία πετούν

Επίπλαστος

















χαρμόσυνα την φτερωτή του πανωραία
θα χτίσει μεσ’ του απόμερου την γαία
και στο λιοπύρι σαν βρεθεί με την ρομφαία
θα νιώσει τους αιώνες, την ιδέα

το καθαρτήριο με φόβο προσεγγίζει
το απομεσήμερο τη ζωή δεν την κερδίζει
βουλιάζει μες την δύνη κάθε μέρα
δεν βλέπει, δεν νογά την καλημέρα

του ανώνυμου το πτώμα θα συλήσει
την δική του την στιγμή για να κερδίσει
ότι μένει πίσω το αντιγράφει
ότι μένει πίσω το υπογράφει

μα κι εγώ το όνομά του δεν θυμάμαι
ότι ειπώθηκε καλό, το ξεπερνάμε
τ’ όνομα ενότητα ορίζει
δίχως ταυτότητα και δίχως μετερίζι

οι περιούσιοι ξεχωρίζουν στην διάρκεια του δρόμου
οι ανούσιοι κυριαρχούν, όσο κρατά η πνοή του χρόνου
το εφήμερο την αλήθεια κρύβει
στους αδύναμους άλλοθι δίνει

Αναλώσιμο είδος η αναφυλαξία






















Αποδεκάτιση των δυνάμεων της ευπρεπείας
κάθε ικμάδα συστολής εξαερώνεται
γνωρίζοντας ότι τίποτα δεν διατηρεί την ακεραιότητα του
μα πάλι…….
συμμορφώνεται με τις συνθήκες και μόνο αυτές
Λιπόσαρκα κακοφανίζεται, αφού ποτέ δεν χόρτασε
περιφέρει την έπαρση του αμύητου
αρνείται να χορέψει από φόβο
μη γλιστρήσει το σαρκίο από πάνω του
και τότε θα φανεί η γύμνια του
θα φανεί η αδυναμία του
θα φανεί το κενό του
Και την ανάσα του με φειδώ
και το δάκρυ στα δεσμά
Διαμελισμός
Επανάκτηση
Αποτάσσεσαι τον σατανά;
Απεταξάμην
μαζί με την πνοή μου, απεταξάμην

Παραλογισμός



















χρεωμένοι στο κιτάπι του μπακάλη
χτυπάμε την πεταλούδα να πονέσει
και προσπερνάμε τις αλήθειες που δεν δεχόμαστε
μα ξέρουμε πως τίποτε τυχαίο
όλα γραμμένα
ευχόμαστε η Αλκυόνη να γεννά πιο συχνά
μα δεν το απολαμβάνουμε
ρωτάμε το γιατί
μα την απάντηση δεν περιμένουμε
τρέχουμε στου νου τα μονοπάτια
κι όμως την ζωή δεν την γευόμαστε
απλά την παρατηρούμε
απλά περιδιαβαίνουμε
να δούμε το καλύτερο
αυτό που θα μας κόψει την ανάσα
μ’ ακόμα κι αν το αντικρίσουμε
δεν το αντιλαμβανόμαστε
πάμε παρακάτω
τώρα τρέχουμε
το θάνατο να γελάσουμε

Κατανομή


















Διχασμοί που γεννιούνται μέσα από μια ανεκτική διαφωνία
Φανατίζουν δίχως να φωτίζουν
Περιέχουν τη δύναμη της αυθαιρεσίας
κι απλώνονται σαν δίχτυ φασισμού
Περιέχουν ανείπωτες προτάσεις
Χρωματίζονται σαν πλοκάμια ερυθρά
Κοντά στο αίμα όλα
κοντά στην ύλη
Η γοητεία του αληθινού
που όμως είναι ψευδαίσθηση
Κι ακολουθείς το ρεύμα
από κεκτημένη ταχύτητα και μόνο
Κοιμόμαστε μ’ ανοιχτά μάτια και φοβόμαστε
ο τρόμος κυριαρχεί στα όνειρα
η γαλήνη στην ρουτίνα που επιβάλετε
αδυνατούμε να την δεχτούμε
μα σωτήρια φαντάζει
συγκρατεί τα ηνία
και προφυλάσσει
μακριά η τρέλα απ’ τους αμνούς
μακριά

Παράλληλα κινούμαστε μ’ όλους αυτούς που προσπερνάμε
Υπάρχει λόγος

Υποψίες


















Κοντά στην πίστη της βαρύτητας
χαμαίζηλος κοιτά τον ουρανό
είναι το στίγμα μιάς αόριστης γραμμής
καρδιοχτυπά σε κάθε κίνηση του εκκρεμούς
μην είν’ η ώρα του
κι όλα του φαίνονται σαν ρούχα άπλυτα
νεκρά του κύτταρα που αποχωρίζεται με δάκρυα

Χαρούπια θρεπτικά, λοιπόν, θα σου δώσω
να ζήσεις αιώνια για να δείς

Τ’ ουρανού το φέγγος σαν ξημερώνει
Της σελήνης την έκλειψη σαν νυχτώνει
Τ’ άστρο του αγρού, σαν ανθίζει
Το κοχύλι της θάλασσας που θησαυρούς αφοδεύει

Το πέρασμα της νιότης, που δεν αντέχεις κι όμως το
αποζητάς
μετά
και λευκόθριξ τον πόνο μαζί τ ης θ’ ανταλλάξεις
αλλά μόνο αυτόν

Την τρικυμία του ποταμού Ωκεανού θα δείς
να τα βάλεις με τον θεό
Την φυλακή της ελευθερίας, που γεννάει τους ήρωες
μ’ αυτοί θα πεθαίνουν
Την ελευθερία της φιλότητας, που γεννάει τα υβρίδια
και που αναζητούν τις ρίζες τους

Κι όλα τα σύνορα θ’ αφήσω ανοιχτά
μα εσύ απέναντι δεν θα περάσεις
Κι όλους τους νόμους θα καταργήσω
μα εσύ θα τους επιβάλεις
Κι όλα τα πρέπει θα καταλύσω
μα εσύ άλλα θα φτιάξεις
δικά σου, που θα μοιάζουν με τ’ άλλα

Όλα καλώς δοσμένα
Όλα καλώς φτιαγμένα
Όλα σε μια ανατροπή φυλακισμένα

Όπου κι αν πας στην αρχή ξαναγυρνάς
Όπου…………

Δίχως το φώς

Φόβος


















το φονικό της αυτοκαταστροφής
μπροστά στο αίμα της αυγής
διχάζει αμίαντο λαό
μπαίνει στον κύκλο, πίσω στ’ αυγό

κοντάρι γίνεται δίχως σκοπό
μέσα στο άπειρο, το φυλαχτό
χαρούμενοι κήποι εκτροφής
μοιράζουν τα δώρα της ντροπής

χολαίνουν οι ψυχές δίχως βροχή
περνάνε αόρατες στην αστραπή
δίνουν το έναυσμα σαν μια εικόνα
μια φευγαλέα ανατροπή στην χθόνα

κύπελλο τ’ όνειρο κι η πυραμίδα
κι από την τρόπιδα του νου η πυξίδα
περνούν στην άβυσσο κάθε γιατί
γυμνή η ζωή μες το γιαπί

φοράνε σαμάρι και παρωπίδες
κι ότι ομορφαίνει γίνονται ελπίδες
σαν έρθει η ώρα της καταγραφής
κενά τα καλάθια της αποκομιδής

κι έρχεσαι τώρα και λές ιστορίες
για δράκους, νεράιδες, νεφέλες κι αγίες
τον φόβο εντέχνως καλλιεργείς
μονάχα για σένα πως γίναν θαρρείς

κάτσε και κοίταξέ με στα μάτια
πες μου πως γίνομαι κομμάτια
πες μου πως τίποτα δεν μου ανήκει
πως συμμετέχω σ’ ένα παιχνίδι

πες το

Ονειροπόλοι






















κυνηγημένοι, καταφύγιο αποζητούν
τρομαγμένοι, τους γύρω τους κοιτούν
κι αν ενταχθούν;
νεκροζώντανοι, μα θα σωθούν
μπορούν;

τους ομοίους τους αναζητούν
σε μια διαρκείς αναζήτηση θα χαθούν
κι αν δεν τους βρουν;
απροσάρμοστοι, μα θα σταθούν
μπορούν;

στη δεδηλωμένη πραγματικότητα περιδιαβαίνουν
κι όλα τα είναι και πρέπει μετρούν
κι αν δεν χωρούν;
κακότροποι, μα θα χωθούν
μπορούν;

φεύγουν, έρχονται, κοιμούνται, ξυπνούν
τέμνοντες κύκλους ακολουθούν
κι αν σε κάποιον εγκλωβιστούν;
ατίθασοι, μα θα στρωθούν
μπορούν;

μα κάθε αμνός που θα ξεφύγει
στιγματίζεται κι αφήνεται στην δύνη
ιλαρό θα πουν το στίγμα που αφήνει
κι όλα υποτάσσονται σ’ ένα διαρκές δείλι
ξαγρύπνιας όνειρα

Αλγεινή
















Χτικιό η ανάσα,
ίαση το βλέμμα σου,
και το κορμί σπαθί που πληγώνει,
ανοίγει πληγή που αιμορραγεί
κυλάει στους ποταμούς αίματος
ανάμεσα στον πόνο και την τομή,
διαμελισμός του εγώ.
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φτύνεις το αίμα σου,
ανάσα βαθιά σε συνεφέρνει,
χτύποι σε νανουρίζουν
μηνίγγια σφυροκοπούν,
και τότε έρχεται η λύτρωση.
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φαντάσματα σε οδηγούν,
στενά μονοπάτια, αδιάβατα,
βαθύς ωκεανός το όραμα
στάμνα η πραγματικότητα
και τότε ονειρεύεσαι
και τότε βλέπεις τον παράδεισό σου
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Χτυπάς τα πόδια σου στο πάτωμα
πετάς την ματιά σου στα ουράνια
ψηλαφίζεις το αύριο
αρνείσαι το χθες
καταριέσαι το σήμερα
και βαδίζεις
προχωράς μ’ ανοικτά μάτια
παίρνεις την χαρά
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Σημασία έχει η ουσία
ασήμαντο το σοβαρό
αστείο το κατοπινό
πάντα στείρα
ποτέ γόνιμη
και αναζητάς την λήθη
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φωτεινό μονοπάτι οι αισθήσεις
σκιές τα όνειρα
και ο βίος, ανάμεσα
συμπίεση της πραγματικότητας
αποδοχή το ξένο
αναζήτηση του δικού σου
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Φυσική καταστροφή της ύπαρξης
αρμέγει τα σωθικά της
πλάθει την δύναμή της
μα υπάρχει στ’ αλήθεια;

Ο κρίκος της ντροπής

















έφυγε πάει στα παλιά και φέρνει την ευθύνη
χωρίς να ξέρει τι ζητά, χωρίς να νοιώθει τι πονά
σκόρπισε παντού αλμύρα, θειάφι και χαλίκι
δίχως να ξέρει που πατά, δίχως ονόματα γνωστά

έφυγε πάει στα παλιά, τον λόγο να θυμίσει
χωρίς να ξέρει να μιλά, χωρίς να νοιώθει την χαρά
σκόρπισε παντού θέλω, μπορώ και δικαιοσύνη
δίχως να ξέρει το κενό, δίχως απώλεια να νογά

είναι στο σήμερα ξεχνά, πως έχει κάτι να δώσει
ξέρει πως έφτασε εδώ, ξέρει πως έχουν όσοι τολμούν
μαζεύει αδιάλειπτα έξαψη, πάθος και γνώση
πιστεύει πως του ανήκουν, πιστεύει πως του χρωστούν

εις λεύκαινον ύδωρ επιπολάζει
δίχως να ξέρει τι προστάζει

Αναζητώντας την αρχή
















περίφραστος κι ανέμελος το πιόνι πίσω κάνει
χαϊδεύοντας τα όργανα που δεν εναρμονίζει

κι όμως το μένος είναι εδώ σαν πέρδικα χτισμένη
κι αφήνει το τέλος του να δώ, την τύχη ως προσμένει

το οικοδόμημα γερό θέλει να το ποδίσει
και την ιερή αγιασοφιά πάλι να την πατήσει

μήπως γνωρίζεις την ποδιά που σού στειλε η θεία:
ή μήπως πίστεψες τυφλά τη θεία λειτουργία

ναι η αλήθεια είναι μπροστά δεν θέλεις δεν την βλέπεις
και στου Ερμή την αγκαλιά τα δάχτυλα μπερδεύεις

Μικρόκοσμος


















τ’ απτέρου τ’ όνειρο
μακρύ δοξάρι που τον τόνο δίνει
μακρύ το ξέφωτο
σαν την αδύναμη την φλόγα πνίγει

φάλαινες και δελφίνια
άνεμοι την ισορροπία
πετούν το άρμα σαν τσαμπί από σταφύλι
χλωρίδα πού ‘γινε νομή, πόλεμο δίνει

ο χωρισμός κι ο σύντροφος
βλαστός στηρίχτηκε
την δίψα σαν αναίρεσε
τους εφιάλτες θα δεχτεί κι ας πόνεσε

θεός που υπάρχει
τα όρια αναιρεί
το ιερό των ανθρώπων
ένοικο απαιτεί

ποιο θαύμα περιμένεις ;
















χωρισμένη η γραμμή της ευημερίας
φέραμε το μένος στην ουσία
πήραμε καλή αναφορά
δώσαμε του ήλιου τα καλά

συν το μήκος πάει η αλάνα
πέρασε και έφερε το κλάμα
θύτες θύματα χωρίζουν το παλιό
κι έρχονται να φέρουν το κακό

σήκωσε αντάρα η φαντασία
έφυγε δεν μένει άλλο εδώ
έγινε αστεία η πραγματεία
πόλεμος που δίνεται για την αργό

μα θαρρείς πως θα ‘ρθει τούτη η μέρα
που στο κλάμα της θα χτίσει την καρδιά
δίχως άνοιγμα και δίχως καλημέρα
δίχως δίχτυ θα χαθεί στην αγκαλιά

Παράδοξο το στίγμα
παρασύρεται και περιμένει
έδωσε την αναμονή
προσπέρασε την πάροδο

Πολιτική

















χιλιοειπωμένη αλλαγή
αδιάβροχη η μάσκαρα
πέρα μακριά είναι η στιγμή
εδώ τραβώ τα όρια

απελπισία, χάρη δόθηκε
κανείς να την ακούσει
φέρει την άγνοια, πέρασε
το παρελθόν θα ξεχαστεί

ότι στον πόλεμο εδόθη
θέλει να το ξεχάσει
ότι ανάλυση θα δώσει
θέλει να το χαρίσει

ψαύει το κακό να θυμηθεί
και πάλι κλαίει
βαδίζει απ’ την υπόνοια να ξεφύγει
και τότε θρηνεί

χρίστηκε και βασιλιάς
αδειάζει την συμπόνια
αδιάφορη θαρρείς
του ονείρου η αλήθεια

η σκυτάλη έπεσε, αποκλεισμός
τις μνήμες κι αν επρόδωσε
ανώτερη φαντάζει
και τώρα μόνο υποχωρεί

μοιράζει χιτώνες πορφυρούς
τους ανδριάντες στήνει

κερδίζει................................
δεν τρομάζεις.....................

πίσω, πιο πίσω κι απ’ το χθές
















ο κύκλος κλείνει ξαφνικά
γαλήνη του νου, τον φόβο παροπλίζει
αράδα γραμμένη αδίκως προσκυνά
χτυπούν, μα δεν βλέπεις, το θέατρο αρχίζει

καλούμπα αφήνει και βρέθηκε ψηλά
περνώντας το μήνυμα η λήθη μας πονά
αν φύγει ο φόβος αρχίζει η χαρά
αδύναμα σβήνουν του ονείρου τα φτερά

χτυπήσανε τ’ άσπρο, το μαύρο, το λαδί
ντυθήκαν στην έξη του άκοσμου του γκρι
καλύπτουν τα μάτια, ο ήλιος ενοχλεί
ανάβουν την λάμπα, το φως ποδηγετεί

απόφαση πήραν, ν’ αδειάσουν τον βυθό
αυτό που δεν βλέπουν, να δώσουν ορισμό
κι αν ήρθε σκοτάδι, θ’ ανάψουν τον πυρσό
κυρίαρχοι γίναν στον κόσμο τον γυμνό

καλύτερα έτσι, θα νοιώσουν δυνατοί
παρέες και φτύνουν, το νέκταρ, το γιατί
αδιάφορα όλα, αδιάφορη η ζωή
κινούνται, ανασαίνουν, το άγραφο οδηγεί

καμένη ιστορία που σβήνει με γιορτή
ντροπή πια δεν έχει, ελεύθερα γλιστρούν
κι αν πίσω γυρνάνε θα πάρουν αμοιβή
αυτά που χαρίσαν βαριά ήταν και πονούν

ο κύκλος κλείνει ασφυκτικά

εάν παντοτινό το φως του ήλιου
η γη δική σου, ιαί

Καταγραφή επικοινωνίας






















παραλλαγή της ευλογίας
στον ήλιο την ζωή θα δώσει
εκεί στου ποταμού τις στάχτες
τον δρόμο θα’ βρει να περάσει

περάσανε μα δεν τους είδες
χορτάσανε μ όνειρα, ελπίδες
σου δώσανε απλόχερα
μα κρύφτηκες, απόμερα

δεν θέλησες, δεν ζήτησες
τα δώρα τους αρνήθηκες
χάθηκε τώρα η επαφή
μάταια ψάχνεις το γιατί

μετάταξη επιβολής
χαρίστηκε δίχως ανταλλαγή
περάσματα υποταγής
χαρά είναι μόνο η γιορτή

φαντασμαγορία της αιδούς
παρά την διαδοχή
δίνουν, χαρίζουν και δοκούν
παρά την αποδοχή

καλανταρίζω, δίνω, παίρνω
φέρνω, κάνω την ζωή
περίσσιο το ψωμί την υπερβολής
καλούν για να το πάρω

Αποδημία






















μικρές σταχτοπούτες που ήρθαν στα Φώτα
την λάμψη σαν είδανε πήρανε πόζα
κρατούσαν τον άρχοντα, κόκκο της άμμου
θαρήσαν ο κόσμος πως είναι εκεί χάμου

και τώρα τα ήμερα πρέπει να φύγουν
η γη πια ελεύθερη να την κατακτήσουν
διανόηση τέχνη μα και ανθρωπιά
τον χώρο τους θα ‘χουν, να χτίσουν χωριά

οι άρχοντες πάλι, θα γεννηθούν
μέσα στη χλόη θ’ αναστηθούν
καθάριος ο τόπος από ανθρωποειδή
στην πόλη μαντρώθηκαν, καιρός για ζωή

κύκλοι στην άμμο
















κάποτε ζητήσανε από το φώς
να’ ναι του φτωχού ο συνοδός
φορτισμένος μ’ ενέργεια για ζωή
και την ημέρα του στα τρία να διαιρεί

φορτώνει το βιός του κάθε αυγή
την εκούσια βέρα του νού του αφαιρεί
χωρίζει το τι απ’ το γιατί
αδειάζει την αιτία απ’ την αφορμή

ευτυχισμένες στιγμές στυλώνει η δημιουργία
περιεχόμενο στην λήκυθο εν αποσταξία
δύναμη ψυχής έρωτας ζωής, μεθύσι
χαμένη βαρύτητα το νόημα προσδιορίζει

αρμονικά περνούν μες το σκοτάδι οι ώρες
δεν αποσπούν την προσοχή των αισθήσεων οι μπόρες
και προσκαλούν την νόηση σ’ αρχαία ευωχία
συνειρμικά όλα θα βρεθούν παρέα με τα θεία

τι ονειρεύεσαι;
τι θέλεις να γευτείς;
πώς πορεύεσαι;
πώς το διεκδικείς;

τι μες το χάος σου οριοθετείς;
παρερμηνείες

Ορισμός
















αρχή

χρόνος

σώμα

σκοπός

Τοκετός,

άφιξη νέας ζωής
παρουσία αναγκαία δίχως νόημα
ενέργεια διασφαλίζει την διαιώνιση

ποιος ο σκοπός; ποια η ανάγκη
λησμονήθηκε να γραφεί, αποσιωπήθηκε

χρηστική η πλάση, απαραίτητη
ποιος ο σκοπός, ποια η α ανάγκη
λησμονήθηκε να γραφεί,
αποσιωπήθηκε

επικέντρωση

ιδιοτέλεια

συμπαράσταση

ελευθερία

επικοινωνία

υπερφυσική ερμηνεία
















ολόγραμμα ενός θεού,
αυτό λέέι η αλήθεια
πρόγραμμα, του από μηχανής θεού
κι αυτό είναι αλήθεια

εικόνα το δημιούργημα
κι ο χρόνος είναι έννοια
με αριθμούς που τους ξεχνά
στο διάστημα τον έλεγχο ζητά

άγνωστη η πράξη που θα δει
συμπίπτει η περιγραφή
αφέντης, δούλος αδιαφορεί
παιδί που είναι, αγνοεί

σχήμα στο άϋλο θα δώσει
με τις αισθήσεις του να το αντιληφθεί
κι όταν στα μέτρα τους το φέρει
το άδηλο μέσα του μπορεί ν’ αποδεχθεί

όλα ένα πρόγραμμα
τις λέξεις κλειδί του, πρέπει να βρω
όλα ένα όραμα
κι εγώ από δω πρέπει να βγω

υπερβατική ερμηνεία















κάπου ‘κει έξω είναι η αλήθεια
στ’ άστρα ψηλά
στ’ άλλα βουνά

βρέφη που στάλθηκαν σ’ άλλη πατρίδα
στον κύκλο σαν μπήκαν
αρχίζουν ξανά

τον κρίκο δεν θα ‘βρουν εδώ χαμηλά
παγγαία που κόπηκε
κρατά μυστικά

ο κύκλος πλησίασε κι
η μάνα ξερνά
επίγονοι γέρασαν
ξεχάσαν πολλά

εμείς η φυλή της καταστροφής
απόγονοι αυτών που αποφάσισαν
σε άλλο πλανήτη να αποικίσουν
την κόλαση που γκρέμισαν ν’ αφήσουν

μνήμες κυτταρικές που δεν σβήσαν
στους φιλοσόφους και στους προφήτες ξαναξυπνούν
σ’ όσους στον πόλεμο και πάλι υποκύψαν
υπάρχει κι ο παράδεισος να πουν

υποθετική ερμηνεία




















κατακερματισμός της ύπαρξης
περνάνε το μήνυμα της επιβολής
φόβος αν γίνει ανώτερη μορφή
ίσως και πάλι να καταστραφή

δεδομένο η φύση και ως σκηνικό
το σώμα παρέχει ως κιβωτό
ο κατακλυσμός πνίγει την αμαρτία
τα χαρακτηριστικά όλων των ζώων δίνουν την απαρτία

εμείς και η γη, ένα γυαλί
χτυπήματα δίνουν βοή
ραγίζει, σπάει, δίνει την ύλη
λειώνει, ενώνει, δίνει ζωή

όλα στον κύκλο εγκλωβισμένα
πεθαίνουν, γεννιούνται, όλα είναι ένα
δεν σβήνουν μ’ αλλάζουν, είναι ο κανένας
αθάνατος μένει της γενιάς μόνο ένας

αυτός θα νικήσει, που δεν θα φθαρεί
αυτός θα νικήσει πού ‘χει την άδολη ψυχή
ελάχιστοι βλέπουν και δεν θ’ απορροφηθούν
θολό το τοπίο γι’ αυτούς που τους αρκούν

Ξυπνήματα
















Χωρούν σε μια χούφτα θεού
την δύναμή τους αντλούν απ’ το κύμα
ξυπνούν μες την δύνη του νού
και τότε ξάφνου γεννιέται η ελπίδα

διφυείς υπάρξεις συγκροτούνται
που παντρεύουν μα δεν συγχωρούν
μελωδίες της ύλης τους καλούνε
υπακούουν μα ποτέ δεν ξεχνούν

αντιπαλότητες στην μέση του δρόμου
σταματάνε την λάβρα ροή
είναι η χθόνα η έδρα του πόνου
και η γαία που ζητά ν’ ανεβεί

την υπόγεια σπίθα η οίηση όταν πνίγει
πλανεμένων σοφών πανηγύρια θα στηθούν
οπαδούς σαγηνεύουν που ψάχνουν την Ήβη
που απ’ τ’ απόκρυφο νέκταρ θέλουν να πιουν

ζωγραφίζει η σπίθα, της μοίρας πινέλο
με το είναι της θέλει να ενωθεί
σε διαβάτη που ερμηνεύει όλα τα θέλω
συνεχίζει να βυσσοδομεί

παρατήρηση, γνώση των σωστών συμπερασμάτων
δυνατότητα σύνδεσης με το παρελθόν
εν δυνάμει όλα στον πυρήνα των κυττάρων
αν ζυγώσουν θα μεταστοιχειωθούν

ειδάλλως στον πολυδαίδαλο ιστό της Πανδώρας θα χαθούν

Λεύκαινον ύδωρ

















Διπλώνουν τ’ απωθημένα τους σαν ασπρόρουχα νυφικά,
προίκα του θανάτου
κι αποκοιμιούνται ήσυχοι για το αύριο
Γηγενείς που τ’ αλλότριο ξορκίζουν
Κάπου ‘κει, ανάμεσά τους

Βρυχάται το χθές ως ξόανο της πραγματικότητας
Κανείς δεν χρωστάει
όλοι δοκιμάζουν
Αρίφνητοι φυλακισμένοι το κλειδί τους φυλάσσουν
Κάπου ‘κει, σιμά τους

Κοντά στο απειροελάχιστο διανθίζουν την διαμονή
Τουρίστες σε μια περγαμηνή κλεισμένοι
ιστορία
Κι ο βράχος εκεί!
βαρύτητα

Διαβάτες του κόσμους χαλαρώστε!
ενδώστε!
Κι η χθόνα δικιά μας είναι
Νοσταλγοί της λήθης, γρηγορείτε!
ενδυναμώστε!
Κι η γαία δικιά μας είναι
Κάπου εκεί……….

Αυγή μες στο σκοτάδι
















αποκαλύπτεται η όλη αλήθεια
φαινόμενα εξηγούνται
κρυμμένα μέσα στην συνήθεια
αφέθηκαν για να βρεθούνε

κοσμογονία κι όλα υπάρχουν
χωμένα στ’ αμπάρια βαθιά
τον θαρραλέο περιμένουν
να τα μοιράσει στα παιδιά

κανόνια ρίχνουν ν’ ακουστούν
μα είναι ο θόρυβος πολύς
οι ψίθυροι μόνο επικρατούν
τ’ απόκρυφα υπάρξεις της σιωπής

καλούπια σπάνε και δεσμά
επίβουλα παραμύθια απομυθοποιούν
ο νούς ελεύθερα αν δεν πετά
κόσμοι χωρίζουν, φανατίζουν, χειραγωγούν

μαγγανοπήγαδο, μα όλα εδώ
κι ο λόγος αξίζει σαν πράξη θα γενεί
ενστάλαξη καθημερινή
αυτή θα φέρει την αλλαγή

στις σκιές ελλοχεύει η δύναμη
στο φώς περνά απαρατήρητη
μα για να υπάρξει σκιά χρειάζεται το φώς
αντιπερισπασμός

Δεσμός





















χαλκεύουν την αδύναμη φλόγα
διασπούν τον σύνδεσμο του πυρός
κεντρίζουν τα ένστικτα στην μπόρα
της επικοινωνίας χάθηκε ο αρμός

πειραματόζωα στο εργαστήρι των νάνων
δίχως φευγιό ανάγουν την ισχύ
συμπαρασύρονται στον πόλεμο των άλλων
πίσω απ’ τα κάγκελα η αντίσταση είναι ισχνή

την εξουσία τους έχουν παραδώσει
σε μια φατρία που μοιράζει την σιωπή
την περιουσία τους έχουν προδώσει
σ’ ένα κυνήγι φαντασμάτων έχουν αφεθεί

στον εικονικό κόσμο των αριθμών περιπλεγμένοι
εύθραυστος ιστός τους συγκρατεί
χωρίζονται, ενώνονται μετανοιωμένοι
έκπτωτοι άγγελοι σε στείρα φυλακή

σ’ αυτόν τον λήθαργο γεννάνε τα παιδιά τους
τα γαλουχούν στους νόμους της σιωπής
σε μια επανάληψη που κόβει τα φτερά τους
ταξιδευτές που ρίζωσαν στα σύνορα της γης

κι έτσι το θαύμα τώρα περιμένουν
κάποιον θεό να τους λυπηθεί
κι ότι διαθέτουν απ’ αλλού το προσμένουν
ευγνωμονώντας του δεσμώτη την παροχή

εάλω φίλε
εάλω ο άνθρωπος

Παρατήρηση
















Ανοιχτούς τους ορίζοντες
μόνο έτσι δεν θα νοιώσεις ποτέ εγκλωβισμένος
Αυτό τελικά είναι το ζητούμενο
Ο κύκλος είναι εγκλωβισμός
Πρέπει δηλαδή να ξεφύγεις από τον κύκλο
Η συνήθεια είναι κύκλος
Η παρέα είναι κύκλος
Οι δύο είναι;
Όχι οι δύο είναι ευθεία γραμμή, που όμως έχει κατεύθυνση
Κι ο ένας είναι σημείο που δεν απλώνεται

Αριστοκλής




















μένει ο κόσμος γυμνός
δίχως την γνώση σαθρός
αρχίζει χτυπάει το κύτος
φταίχτης του ο Δούρειος Ίππος

ευπρόσιτος είναι ο σκοπός
παρήγορος μα και τυφλός
αν δεν του δοθεί ο μύθος
άκριτα λακτίζει με μίσος

στα ορμέφυτα αφέθηκε λειψός
σε μια αρένα που κρύβει το φώς
σαν ακατέργαστος πολύτιμος λίθος
ταυτίστηκε με το ανούσιο πλήθος

ακροσαπής βαδίζει μονάχος
αγρίμι συνάμα και βράχος
στημένοι κανόνες κι αυτός
αγράμματος και πάντα φτωχός

σε τίτλους κλειδώνει τον βίο
σε κλίκες προφυλάσσεται από το κρύο
ακόλουθος γίνεται σκαιός
με μόνο του όπλο ο φανατισμός

Αν θέλεις να δοξαστεί ο άριστος
να πάψει να είναι ευφάνταστος
στην χύτρα της επιβίωσης κινεί ο ατμός
μα η γεύση να είναι αυτοσκοπός

Τεχνίτες να κάνες σοφούς
και λόγιους πνευματικούς
σε μια κοινωνία ανθρώπων
θα έχεις πολίτες κι όχι αρρώστους
επίλογος

Διαχωρισμός


















κινούμενη άμμος το παιχνίδι
μάχομαι να βγω από την δύνη
τα λάθη μ’ οδηγούν σε λάθος δρόμο
αντιπερισπασμοί παραπέμπουν σ’ άλλο τόπο

αφήνομαι στα κύματα μ’ εμπιστοσύνη
περιφρονώ τον βάρβαρο που στα ένστικτα αξία δίνει
γδύνω τον άσχετο ιερέα, το θείο ν’ αποκαταστήσω
κανείς δεν μου είπε τι να κάνω, τίποτα για να συνεχίσω

επικέντρωση, το ωφέλιμο, στον σκοπό το κέρδος
ιδιοτέλεια, το όφελος, της συνέχειας ο λόγος
συμπαράσταση, η οφειλή, δίχως βοήθεια να δοθεί
χρόνος, η βακτηρία, το πλέγμα για να μην χαθεί

τα σημάδια δίνονται κι εγώ πρέπει να τα ερμηνεύσω
ο Ορφέας γνώριζε μα εγώ μόνο υποθέτω.

Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Βουκορφές
Περνώντας τα σύννεφα βλέπεις ουρανό.
Ανεβαίνοντας στην κορυφή βλέπεις ορίζοντα.
Κάθε βουνοκορφή κι ένας νέος ορίζοντας.
Κάθε σύννεφο κι ένας νέος ουρανός.
Τίποτα δεν τελειώνει αν εσύ δεν το δεχτείς.
Περνάνε το μήνυμα της επιβολής κι εσύ το δέχεσαι.
Το αδύνατον γίνεται δυνατόν αν εσύ το πιστέψεις.
Πιστεύεις στους αγγέλους;

Αποκαλύπτομαι
















κι εγώ η κιβωτός που το σήμερα κουβαλάει
τίποτε δεν είναι συμπαγές, το σύμπαν κυλάει
μονάχα η δομή της σάρκας μου έχει δοθεί
κι αυτή νοσεί
και δίνει βάρος στην ψυχή

πίσω απ’ τους κανόνες καλύπτομαι
και στην βαρύτητα της ουράς του κομήτη αφήνομαι

αναζητώ την άκρη του νήματος
ακολουθώ την μουσική που λάμνει
σ’ έναν ρυθμό που δείχνει αυτοσκοπός
μα δεν είναι κι όμως υπάρχει

κι η μοναδική μου στιγμή στην αιωνιότητα, χάνεται
ανυπάκουος ο χρόνος και βυθίζεται

κι εγώ ένας κόκκος άμμου που δίνεται
σε όλα, σε όλους, αφήνεται
την συμφορά απεύχεται
και στιγμές ευτυχίας ονειρεύεται

ένα ποτήρι νερό βλέπω τη ζωή
το πίνω, για να ξεδιψάσω
τίποτε άλλο
μόνο αυτό
κι αν είναι γλυφό αλήθεια;
από πηγή σε πηγή τρέχω
πίνω και ξαναπίνω,
κι όμως λιβασκώνω, ένα πράμα
άραγε πότε θα ξεδιψάσω;

τελικά τίποτα δεν κερδίζεται, μόνο χαρίζεται
κι αυτό τυχαία

χάνομαι φίλε, χάθηκα
στον λαβύρινθο του τίποτα
κι εσύ, άραγε, είσαι εδώ;
ορίζοντες

Πρόσφυγας

σύμφυτος, απόμεινε μονάχος
μες την σκέψη του διαλεύκανση οικτρή
είναι ο απόηχος του επερχόμενου θανάτου
σαν τον ήχο που δεν ξέρεις την πηγή

τον τρομάζει κι ας μην ξέρει το γιατί
τον ξαφνιάζει παρ’ ότι έχει δεί την αστραπή
μες τον ύπνο η απουσία τον προετοιμάζει
παρωχημένες αγκαλιές θ’ απαρνηθεί

χαραγμένα μονοπάτια ακολουθεί
διαχωρίζεται ο κόσμος ο μικτός
σε υψαύχενο γιοφύρι θα προσκολληθεί
δεν ανήκει πίσω, ούτε εμπρός

σαν Σμυρνιός που δεν γνώρισε την Σμύρνη
σαν Καυκάσιος που πρεσβύτερος του ‘χει πει
η ιστορία του γραμμένη σ’ ένα μαντίλι
σε μιά θλίψη δανεική θα κορεστεί

κι ο απόηχος και πάλι τον δαμάζει
στην χαρά του με φειδώ θ’ αφεθεί
επισκέπτης λαϊκής το προϊόν τους δοκιμάζει
αν αξίζει στο καλάθι του να

Απολύων

Πολεμοχαρής Άρης, έρωτας της δημιουργίας
συνθλίβει τα όνειρα που καίνε
εγκλωβίζει σε μάχες αλληλουχίας
στο παραλήρημα της εμπάθειας κλαίνε

στης πυγής το λίκνισμα τινάζεται η απάθεια
τα ορμέφυτα θα γίνουν η Αρχή
στην αποκαθήλωση του Είναι καλλιεργείται η αναισθησία
ένα ροβόλημα σε άγονη γραμμή

η μουσική την ψυχή χειραγωγεί
η ηδονή τον νου ποδηγετεί
κι ο χορός η αποπλάνηση και η εκτόνωση μαζί
η αποχαύνωση που προκαλούν καθοδηγεί

εθισμένοι σ’ έναν κύκλο εσωστρεφή
την λειτουργία όσων δόθηκαν πρωταρχικά αναιρούμαι
μα για να έρθουμε ασυναίσθητα με το μετά σε επαφή
θέλει απ’ την σαγήνη τους να ελευθερωθούμε

σ’ ένα πεδίο ζωτικό
γλεντούνε οι δυνάμεις
μέσα στο χώμα, μες το νερό
θ’ αναδυθούν οι υπάρξεις

Φαινόμενα εξουσίας

χορεύουν οι αισθήσεις το ταγκό της φαντασίας
στον σκοπό της επιβίωσης ταγμένα
αφημένοι μες την έλξη της λύρας
φασμάτων ερμηνεύουν παρτιτούρα

σαν το σύννεφο χαϊδεύει την συνήθεια
την βροχή κανείς δεν περιμένει
χωρισμένη μες τον κόρφο τους μια αχτίδα
δίνονται στο βάθος αγχωμένοι

συμμαζεύουν τα κομμάτια και ξεχνάνε
όλα ένα μες της μνήμης το κουβάρι
περισέματα αχρείαστα πετάνε
και κρεμάνε την συμπάθεια στο ζωνάρι

φαντασίωση ορμόνης οδηγεί
μες την γύμνια κρύβεται η ορμή
σε μια σύγχυση τον νου ποδηγετεί
σ’ ένα λάθος που το σύνολο διαιρεί

φοριαμός μαζεύει τα σκουπίδια
τα σωρεύει να κρατούν την ζεστασιά
σαν της θάλασσας τους μείνει η αλμύρα
θα δοθούν στης απουσίας την πυρκαγιά