Παρασκευή 3 Απριλίου 2009

Βουκορφές
Περνώντας τα σύννεφα βλέπεις ουρανό.
Ανεβαίνοντας στην κορυφή βλέπεις ορίζοντα.
Κάθε βουνοκορφή κι ένας νέος ορίζοντας.
Κάθε σύννεφο κι ένας νέος ουρανός.
Τίποτα δεν τελειώνει αν εσύ δεν το δεχτείς.
Περνάνε το μήνυμα της επιβολής κι εσύ το δέχεσαι.
Το αδύνατον γίνεται δυνατόν αν εσύ το πιστέψεις.
Πιστεύεις στους αγγέλους;

Αποκαλύπτομαι
















κι εγώ η κιβωτός που το σήμερα κουβαλάει
τίποτε δεν είναι συμπαγές, το σύμπαν κυλάει
μονάχα η δομή της σάρκας μου έχει δοθεί
κι αυτή νοσεί
και δίνει βάρος στην ψυχή

πίσω απ’ τους κανόνες καλύπτομαι
και στην βαρύτητα της ουράς του κομήτη αφήνομαι

αναζητώ την άκρη του νήματος
ακολουθώ την μουσική που λάμνει
σ’ έναν ρυθμό που δείχνει αυτοσκοπός
μα δεν είναι κι όμως υπάρχει

κι η μοναδική μου στιγμή στην αιωνιότητα, χάνεται
ανυπάκουος ο χρόνος και βυθίζεται

κι εγώ ένας κόκκος άμμου που δίνεται
σε όλα, σε όλους, αφήνεται
την συμφορά απεύχεται
και στιγμές ευτυχίας ονειρεύεται

ένα ποτήρι νερό βλέπω τη ζωή
το πίνω, για να ξεδιψάσω
τίποτε άλλο
μόνο αυτό
κι αν είναι γλυφό αλήθεια;
από πηγή σε πηγή τρέχω
πίνω και ξαναπίνω,
κι όμως λιβασκώνω, ένα πράμα
άραγε πότε θα ξεδιψάσω;

τελικά τίποτα δεν κερδίζεται, μόνο χαρίζεται
κι αυτό τυχαία

χάνομαι φίλε, χάθηκα
στον λαβύρινθο του τίποτα
κι εσύ, άραγε, είσαι εδώ;
ορίζοντες

Πρόσφυγας

σύμφυτος, απόμεινε μονάχος
μες την σκέψη του διαλεύκανση οικτρή
είναι ο απόηχος του επερχόμενου θανάτου
σαν τον ήχο που δεν ξέρεις την πηγή

τον τρομάζει κι ας μην ξέρει το γιατί
τον ξαφνιάζει παρ’ ότι έχει δεί την αστραπή
μες τον ύπνο η απουσία τον προετοιμάζει
παρωχημένες αγκαλιές θ’ απαρνηθεί

χαραγμένα μονοπάτια ακολουθεί
διαχωρίζεται ο κόσμος ο μικτός
σε υψαύχενο γιοφύρι θα προσκολληθεί
δεν ανήκει πίσω, ούτε εμπρός

σαν Σμυρνιός που δεν γνώρισε την Σμύρνη
σαν Καυκάσιος που πρεσβύτερος του ‘χει πει
η ιστορία του γραμμένη σ’ ένα μαντίλι
σε μιά θλίψη δανεική θα κορεστεί

κι ο απόηχος και πάλι τον δαμάζει
στην χαρά του με φειδώ θ’ αφεθεί
επισκέπτης λαϊκής το προϊόν τους δοκιμάζει
αν αξίζει στο καλάθι του να

Απολύων

Πολεμοχαρής Άρης, έρωτας της δημιουργίας
συνθλίβει τα όνειρα που καίνε
εγκλωβίζει σε μάχες αλληλουχίας
στο παραλήρημα της εμπάθειας κλαίνε

στης πυγής το λίκνισμα τινάζεται η απάθεια
τα ορμέφυτα θα γίνουν η Αρχή
στην αποκαθήλωση του Είναι καλλιεργείται η αναισθησία
ένα ροβόλημα σε άγονη γραμμή

η μουσική την ψυχή χειραγωγεί
η ηδονή τον νου ποδηγετεί
κι ο χορός η αποπλάνηση και η εκτόνωση μαζί
η αποχαύνωση που προκαλούν καθοδηγεί

εθισμένοι σ’ έναν κύκλο εσωστρεφή
την λειτουργία όσων δόθηκαν πρωταρχικά αναιρούμαι
μα για να έρθουμε ασυναίσθητα με το μετά σε επαφή
θέλει απ’ την σαγήνη τους να ελευθερωθούμε

σ’ ένα πεδίο ζωτικό
γλεντούνε οι δυνάμεις
μέσα στο χώμα, μες το νερό
θ’ αναδυθούν οι υπάρξεις

Φαινόμενα εξουσίας

χορεύουν οι αισθήσεις το ταγκό της φαντασίας
στον σκοπό της επιβίωσης ταγμένα
αφημένοι μες την έλξη της λύρας
φασμάτων ερμηνεύουν παρτιτούρα

σαν το σύννεφο χαϊδεύει την συνήθεια
την βροχή κανείς δεν περιμένει
χωρισμένη μες τον κόρφο τους μια αχτίδα
δίνονται στο βάθος αγχωμένοι

συμμαζεύουν τα κομμάτια και ξεχνάνε
όλα ένα μες της μνήμης το κουβάρι
περισέματα αχρείαστα πετάνε
και κρεμάνε την συμπάθεια στο ζωνάρι

φαντασίωση ορμόνης οδηγεί
μες την γύμνια κρύβεται η ορμή
σε μια σύγχυση τον νου ποδηγετεί
σ’ ένα λάθος που το σύνολο διαιρεί

φοριαμός μαζεύει τα σκουπίδια
τα σωρεύει να κρατούν την ζεστασιά
σαν της θάλασσας τους μείνει η αλμύρα
θα δοθούν στης απουσίας την πυρκαγιά